Υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για αντικειμενική συζήτηση που να οδηγεί σε εξεύρεση λύσεων;
Σε καμία περίπτωση. Αντιθέτως, εκείνο που παρατηρούμε είναι μια απεχθή και γελοία απόπειρα οχλοποίησης του ελληνικού λαού. Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ βλέπουν στα μπλόκα των αγροτών την ευκαιρία να ξεπλύνουν τις αμαρτίες τους. Να εξαλείψουν το σκανδαλώδες παρελθόν τους. Εκμεταλλεύονται τους αγρότες, δεν τους αγάπησαν ξαφνικά.
Ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε στον πρωθυπουργό ότι θα συμβάλει στην άμβλυνση του προσφυγικού προβλήματος. Γιατί δεν το κάνει και στο λεγόμενο αγροτικό ζήτημα; Διότι θέλει ψήφους. Οι πρόσφυγες δεν ψηφίζουν. Το βράδυ που εξελέγη πρόεδρος της ΝΔ ουσιαστικά διακήρυξε ότι «σήμερα πεθαίνει ο λαϊκισμός». Αποδεικνύεται τώρα ο χειρότερος λαϊκιστής. Απωθεί τους πρόσφυγες, κολακεύει τους αγρότες και τελικά αξιοποιεί προπαγανδιστικά το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός υποφέρει. Μοιράζει γλυκά σε ασθενείς, ενώ μέσα του πιστεύει ακράδαντα ότι η ζάχαρη που τους προσφέρει τους σκοτώνει.
Μια και θίξαμε το αγροτικό, ας θέσουμε υπό την κρίση σας δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη: Οι αγρότες οφείλουν να κάνουν προτάσεις. Να οργώσουν το χωράφι του διαλόγου. Η δεύτερη: άποψή μου είναι (και θα την εκφέρω τολμηρά, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις) ότι η κυβέρνηση οφείλει να βάλει πριν από τον αγρότη, το παιδί του αγρότη. Κάθε παιδί, 3 μηνών ή 3 ή 13 ετών είναι από τώρα φορτωμένο ένα αβάσταχτο κομμάτι του δημόσιου χρέους μας. Αν, όπως διακηρύσσουν οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο, επιτευχθεί η επιδιωκόμενη απομείωσή του, τότε αυτό το παιδί ξεκινά τη ζωή του χωρίς οικονομικές αλυσίδες.
Η διαδικασία οχλοποίησης είναι ευδιάκριτη και στις τηλεοπτικές συζητήσεις. Ορισμένοι γνωστοί μας (λίγοι) επιτίθενται στην κυβέρνηση, εν ονόματι τάχα της δημοσιογραφίας, ενώ υπηρετούν την προσπάθεια των αφεντικών τους να μην πληρώσουν ποτέ εκείνα που οφείλουν για την απόκτηση και διατήρηση της τηλεοπτικής άδειας, που κατέχουν δωρεάν εδώ και 25 χρόνια. Συμπερασματικά, ορισμένες κομματικές δυνάμεις λειτουργούν ως δυνάμεις της εκδίκησης. Εκδίκησης για ποιο πράγμα; Για το ότι αποκαλύφθηκε σε Ελλάδα και Ευρώπη ποιοι γκρεμοτσάκισαν τη χώρα.
Για το ότι ο βδελυρός ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο πρώτος στην ήπειρο που δικαιώθηκε ως προς τη διακήρυξή του, ότι η λιτότητα σε ωθεί βαθύτερα στην κρίση.
Όχι, λοιπόν, δεν υπάρχουν οι συνθήκες για εποικοδομητική συζήτηση. Ωστόσο, θα επιχειρήσουμε την έναρξή της θέτοντας το ερώτημα: Πώς πραγματοποιείται η αλλαγή;
«Πώς συμβαίνει η αλλαγή;» Αυτός είναι ο τίτλος και η ουσία άρθρου, που ο Πολ Κρούγκμαν δημοσίευσε στις 23.1. στην εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς». Ο ιστορικά δικαιωμένος οικονομολόγος επισείει δύο παραδείγματα, ένα πρόσφατο και ένα του περασμένου αιώνα, του Μπαράκ Ομπάμα και του Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ, για να αποδείξει ότι δεν πρέπει να υποτιμούμε… τα μισά καρβέλια!
Για τον νυν Πρόεδρο των ΗΠΑ γράφει ότι συνέβαλε στην υπόθεση της προοδευτικής αλλαγής περισσότερο από κάθε άλλον πρόεδρο μετά τον Λίντον Τζόνσον. Και προσθέτει προκλητικά: Οι επιτυχίες του βασίστηκαν στα μισά καρβέλια. Μερικά παραδείγματα: Η περίφημη αναμόρφωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η κορωνίδα της κοινωνικής πολιτικής του, κάλυψε 18 εκατομμύρια ανασφάλιστους, αλλ’αφήνει το σύστημα επικίνδυνα ανοιχτό στον ιδιωτικό τομέα. Η μεταρρύθμιση στον ασύδοτο χρηματοπιστωτικό κλάδο περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα καταχρήσεων της Γουόλ Στριτ, αλλά δεν τιθασεύει την ισχύ της. Η φορολογική του αναδιάρθρωση υποχρέωσε σε περισσότερους φόρους τους πλούσιους, αλλά δεν οδήγησε τελικά στην επιβαλλόμενη μείωση της αφόρητης ανισότητας, που πλήττει τη χώρα υπονομεύοντας την εσωτερική συνοχή της και άρα τη δημοκρατία της. Όλ’αυτά είναι μισά καρβέλια, αλλά και τα μισά καρβέλια αποτελούν πραγματικό ψωμί.
Κατά την προεδρία του Ομπάμα, η υπόθεση της αλλαγής στην υπερδύναμη προωθήθηκε σε σημείο, από το οποίο κανένας ρεπουμπλικανός πρόεδρος και καμμιά ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στο Κογκρέσο δεν μπορεί να υποχωρήσει.
Εάν δεν κάνω λάθος, η θεωρία του Κρούγκμαν περί προώθησης της Αλλαγής μέσω μισών καρβελιών κάτι μπορεί να διδάξει και στους εγχώριους φλογερούς κήρυκες του «Τα θέλω όλα, τα θέλω τώρα, τα θέλω ατόφια». Κάποιοι μπορεί να έχουν στον νου τους ορισμένες επαναστάσεις, που τα άλλαξαν όλα. Θα πρέπει να τους θυμίσει κανείς ότι ακόμη κι αυτές δεν λειτούργησαν on-off, όπως το κουμπί του ραδιοφώνου τους.
Εξίσου σημαντική επισήμανση του Κρούγκμαν είναι ότι ακόμη και ο Ρούσβελτ, ο οποίος κυβέρνησε στα κατάβαθα του Μεγάλου Κραχ, παρότι είχε μεγάλη πλειοψηφία, αναγκάστηκε να είναι πραγματιστής. Να συνεργάζεται όχι μονάχα με ομάδες ειδικών συμφερόντων, αλλά και με σκληροπυρηνικούς του Νότου. Είχε την ευφυΐα να δημιουργήσει νέους θεσμούς, που λειτούργησαν πλάι σε ήδη υπάρχοντες. Δεν ξήλωσε παλιούς θεσμούς για να μην υπονομεύσει την επιβολή των νέων.
Για ν’αλλάξουν τα πράγματα, σημειώνει ο Κρούγκμαν, δεν αρκούν τα οράματα και οι ιδεαλισμοί. Είναι οπωσδήποτε απαραίτητο να σε διακατέχει όραμα για ν’αλλάξεις τον κόσμο. Όμως, ο ιδεαλισμός παύει ν’ αποτελεί αρετή, αν δεν πηγαίνει χέρι-χέρι με τον σκληρότερο πραγματισμό. Αν δηλαδή αρνείσαι να καταλάβεις ποια είναι τα διαθέσιμα μέσα για να επιτύχεις αυτό που ονειρεύεσαι.
Του Νάσου Αθανασίου,
βουλευτή Αττικής
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Χωνί της Κυριακής» της 7.2.2016)