«Αλφαβητάρι Εντόμων» ή «το όνειρο των γραμμάτων να ξαναγίνουν φθόγγοι» – Μερικές σκέψεις για το βιβλίο της Δήμητρας Κολλιάκου, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-νουβέλας

Γράφει η Ελένη Κεχαγιόγλου

Η πεζογράφος Δήμητρα Κολλιάκου πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία πριν από δεκαεπτά χρόνια, με το μυθιστόρημα «Το μαγείο», κερδίζοντας ευθύς εξαρχής την προσοχή της κριτικής και του αφοσιωμένου πυρήνα αναγνωστών της λογοτεχνίας, καθώς και βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το ΕΚΕΒΙ. Το 2018 εκδόθηκε το έκτο της βιβλίο, για το οποίο είχα τη χαρά να αναλάβω την εκδοτική του φροντίδα – θυμάμαι πολύ καλά τον ενθουσιασμό της Άννας Πατάκη, όταν μου το πρωτοπαρουσίασε, λέγοντας: «Ελένη, είναι πάρα πολύ καλό, νομίζω το καλύτερο από όλα τα καλά της Δήμητρας μέχρι σήμερα». Και πράγματι.

Τη μυθιστορηματική ιστορία της ενηλικίωσης της Μαρίνας, στο «Μαγείο», ακολούθησαν: η ιστορία μιας νέας γυναίκας που καταφεύγει στο ψυχιατρικό ντιβάνι αναζητώντας να αντιμετωπίσει έναν αδιάγνωστο πόνο, να μάθει πώς να ζει, στη «Θερμοκρασία δωματίου», για το οποίο βραβεύεται από το περιοδικό δέκατα αλλά και τιμάται από την Ακαδημία Αθηνών· τέσσερις νουβέλες στην «Αρρώστια των βουνών», με κοινό θεματικό τους άξονα τον πόθο που ποτέ δεν ευτυχεί – τον ανεκπλήρωτο, τον ασεβή, τον ματαιωμένο και τον ξοδεμένο· «Το πρόσωπο του Ουρανού», μυθιστόρημα στο οποίο διασταυρώνονται ένα οικογενειακό, ας πούμε, θρίλερ μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας, την εποχή της παγκόσμιας κρίσης, εγκιβωτίζεται ένα άλλο αλληγορικό μυθιστόρημα και συναντώνται διαφορετικά επίπεδα αφήγησης και γραφής· και, το 2015, το μυθιστόρημα «Ήμισυ του παντός», με ήρωες δέσμιους της οικογενειακής τους ιστορίας ανεξαρτήτως του περιβάλλοντος από το οποίο προέρχονται.

Το «Αλφαβητάρι Εντόμων», με κάποιον τρόπο, συνομιλεί με τα προηγούμενα πεζά της Κολλιάκου, μπορούμε να ανιχνεύσουμε δηλαδή στο έργο αυτό ορισμένες θεματικές που μοιάζει να προσιδιάζουν στη συγγραφέα, αφού, όπως μας έμαθε ο Μπόρχες, κάθε δημιουργός έχει τις έμμονες ιδέες του και προσπαθεί ίσως με το έργο του να αντιμετωπίσει τα προσωπικά του δαιμόνια. Ταυτόχρονα, όμως, το «Αλφαβητάρι» αποτελεί κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι είχε προηγουμένως καταθέσει η συγγραφέας και πρόκειται πράγματι για ένα επόμενο βήμα.

Εν προκειμένω, με οδηγό της τα έντομα, η Κολλιάκου δομεί το υλικό της σε 24 κεφάλαια που το καθένα είναι αφιερωμένο σε ένα γράμμα, δηλαδή σ’ ένα έντομο η ονομασία του οποίου ξεκινά από το γράμμα αυτό, δηλαδή, εν τέλει, σε μια ανθρώπινη ιστορία που λιγότερο ή περισσότερο χαλαρά έχει μια κάποια σχέση με το συγκεκριμένο έντομο. Το βιβλίο ξεκινά με το γράμμα Ψ, τα γράμματα άρα δεν ακολουθούν αλφαβητική σειρά, αλλά είναι σαν να εμφανίζονται στο χαρτί βγαλμένα από τη συγγραφική κληρωτίδα. Στη μάλλον εύλογη ερώτησή μας: «Μα γιατί τα έντομα;», την απάντηση δίνει το ίδιο το «Αλφαβητάρι» προς το τέλος του, στο γράμμα Φ, και στο λήμμα [(Κωλο)φωτιά], το οποίο μας δίνει στοιχεία της «ποιητικής» της Κολλιάκου: «Να σκύψει κανείς σε κάτι μικρό. Στα έντομα, στα βότσαλα. Να υπερασπιστεί τον χαμηλό φωτισμό», εξάλλου, συμπληρώνει, «τα δυνατά φώτα συμβάλλουν στην εξαφάνιση των πυγολαμπίδων» – κι αυτό είναι στάση όχι απλώς αισθητική, αλλά και, εν πολλοίς, πολιτική. Συμπληρωματικά, προηγουμένως στο ίδιο κεφάλαιο, γράφει: «Μετράει περισσότερο η ένταση της λάμψης ή το για πόσο; Ιδέα που απασχολεί τους συγγραφείς. Αν όλα αυτά γράφονται για το τίποτα. Αν θα μείνει κάτι». Νωρίτερα στο «Αλφαβητάρι», περίπου στη μέση του, σαν Ιντερμέδιο, υπάρχει το γράμμα Η, που δεν αντιστοιχεί σε κανένα έντομο, αλλά με κάποιον τρόπο μάς προσφέρει ένα κλειδί για την ανάγνωση του βιβλίου.

Στο γράμμα ήτα, λοιπόν, μαθαίνουμε ότι στο σκοτάδι των κλειστών βιβλίων φιλοξενούνται στρατιές εντόμων πάνω στο χαρτί. Στη θέση των γραμμάτων, φανερώνονται μόνο με ειδικό φωτισμό, και πρόκειται για τα «εντομογράμματα». Τίθεται λοιπόν στο βιβλίο το ερώτημα; «Πού πάνε τα εντομογράμματα όταν το σκάνε από τις σελίδες;» Και δίνεται η απάντηση: «Γονιμοποιούν με ήχους λάρυγγες». Οπότε, μας πληροφορεί η συγγραφέας (και έτσι μας αποκαλύπτει την προσδοκία της για μια «γραφή ζωντανή»): Χάρη στα εντομογράμματα, «δεν είναι πια νεκροταφείο φθόγγων η γραφή – ένα αιωνόβιο αλλά απολιθωμένο δάσος». Και πιο κάτω, μιλά για «το όνειρο των γραμμάτων να ξαναγίνουν φθόγγοι», αποφαίνεται ότι υπάρχει «Ο πόθος της γραφής να γίνει μουσική. Η ακόμη άγραφη, προφορική γραμματική της πτήσης». Με τον τρόπο αυτό, τα έντομα, που στα βιβλία γίνονται εικονογράμματα, συνδέουν τη δομική αυτή επιλογή της Κολλιάκου με ένα συγγραφικό αίτημα για μια γραφή «της πτήσης».

Η γραφή της πτήσης για τη συγγραφέα περνάει από τις ανθρώπινες πτώσεις: το σπονδυλωτό αυτό αφηγηματικό έργο αποτελεί και ένα υπόδειγμα λειτουργικών ασκήσεων ύφους, καθώς το ύφος αλλάζει από γράμμα σε γράμμα, από έντομο σε έντομο, από ιστορία σε ιστορία, όπως επιτάσσει η εκάστοτε κυρίαρχη οπτική της αφηγηματικής φωνής στο κάθε κεφάλαιο που είναι άλλοτε τριτοπρόσωπη (γραμμένη στο αντικειμενικό» ή αποστασιοποιημένο τρίτο πρόσωπο), άλλοτε εξομολογητικά πρωτοπρόσωπη, άλλοτε στο δεύτερο πρόσωπο που ταιριάζει σε μια επιστολή λ.χ., ακόμη όμως και πολυπρόσωπη, όπου στο ίδιο κείμενο εναλλάσσονται οι αφηγηματικές φωνές, για να καταφανούν οι πολλαπλές εκδοχές της αλήθειας, που δεν καθιστούν εύκολη την πίστη στη μία και απόλυτη αλήθεια, αποκηρύσσοντας τον δογματισμό. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η αφήγηση αυτή με το πλήθος των προσώπων που παρελαύνουν στις σελίδες της (άνθρωποι κάθε ηλικίας και εθνικότητας, αντιμέτωποι ο καθένας του με το μικρότερο ή μεγαλύτερο δράμα της ύπαρξής του) και την ποικιλία των τόπων όπου μας οδηγεί (στο άστυ και στην ύπαιθρο, στη Γαλλία τη σύγχρονη των προσφυγικών καταυλισμών και των πρόσφατων τρομοκρατικών επιθέσεων ή νωρίτερα στον 20ό αι. μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ελλάδα, στην Αυστρία, στη Γερμανία, στην Αμερική, στα βάθη της σαβάνας, στα νησιά του Ειρηνικού κτλ.), εν τέλει, γράμμα το γράμμα, ψηφίδα την ψηφίδα, περιδιαβαίνοντας σε τόπους, ανθρώπους και εποχές, δημιουργεί ένα ενιαίο λογοτεχνικό σύμπαν, στη βάση του οποίου βρίσκονται τα όντως υπαρξιακά ζητήματα, που είναι κοινά για όλους μας (ο έρωτας, η αγάπη, το σεξ, η μητρική αποδοχή, ο πόθος για το απαγορευμένο, η συνύπαρξη, η αναζήτηση της αληθινής αλήθειας, του μοναδικού μας προσώπου ατομικά αλλά και συλλογικά εντός της Ευρώπης, στην οποία η Κολλιάκου απευθύνει το κείμενό της, προσφωνώντας τη στην προμετωπίδα: «Αγαπημένη μου Ευρώπη» (η ίδια εξάλλου είναι πολίτις της Ευρώπης, μεταξύ Ελλάδας-Αγγλίας και Γαλλίας, χρόνια τώρα).

Στη δική μου ανάγνωση θαύμασα την εκτεταμένη μελέτη, με ζήλο πραγματικά εντομολόγου, στην οποία προφανέστατα έχει προβεί όχι μόνο ως προς τα έντομα -το βιβλίο προσφέρει πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, αρμονικά συνδεδεμένων με την πλοκή της κάθε ιστορίας-, καθώς και στο διεισδυτικό της βλέμμα ως προς την ανθρώπινη κατάσταση (θα μπορούσα να παραθέσω πλήθος σχετικών αποφθεγματικών, θα λέγαμε, φράσεων: λέω, ενδεικτικά, μια αγαπημένη μου: «Να χάσεις στ’ αλήθεια θα πει να κάνεις χώρο γι’ αυτό που θα βρεις. Να χάσεις στ’ αλήθεια εδώ θα πει “να δεχτείς”»). Και η ανθρώπινη αυτή κατάσταση που παρουσιάζεται στις ιστορίες του βιβλίου δεν είναι επ’ ουδενί στενά ελληνική, αλλά πανανθρώπινη, μια που το συγγραφικό ενδιαφέρον στρέφεται στην εμπειρία πολλών ανθρώπων, Αμερικανών, Ευρωπαίων μα και άγριων φυλών, λες και αναζητά την απάντηση στην ερώτηση «γιατί στ’ αλήθεια ζούμε», αφού, όπως γράφει στο «Praying Mantis»: «μικρή σαν έντομο η γη μας σε σχέση με το σύμπαν, είμαστε ένας στα 7,5 δισεκατομμύρια». Είμαστε, λοιπόν, έντομα στο σύμπαν, που προσκρούουμε πάνω στις οικογενειακές μας καταβολές, σε κάτι σαν το προπατορικό αμάρτημα για τις οικογένειες, στην παιδική μας ηλικία, στην προσωπική μας ανεπάρκεια, στην ιστορική συγκυρία, στην κοινωνική πραγματικότητα (δεν θέλω ρεαλισμό, δηλώνεται, ο ρεαλισμός είναι ευκολία, ταύτιση με τους πολλούς, θέλω μαγεία που ανατρέπει το στάτους κβο). Ή ίσως, πάλι, πρέπει να διδαχθούμε από τα έντομα, τα οποία, όπως διαβάζουμε στο κεφάλαιο «Θαλάσσια έντομα», έχουν να επιδείξουν απαράμιλλη ποικιλία σχημάτων, χρωμάτων και μορφών, αλλά και προσαρμοστικότητα που δεν τη φτάνει κανένα άλλο είδος του ζωικού βασιλείου. Στο ίδιο κεφάλαιο, ακούγεται σχεδόν υπαρξιακή η ερώτηση: «Γιατί τα έντομα δεν ζουν στη θάλασσα; Για πες μου εσύ που είσαι επιστήμων…».

Στο «Ζβουβ», στην εβραϊκή αυτή μύγα, εκτός από τον πρωτοφανή κανιβαλισμό που βρίσκει χώρο έκφρασης στα social media, που μπορεί να είναι πια αυτή η γουρουνοκεφαλή που σαπίζει σε ένα κοντάρι και απέκτησε φωνή στον Άρχοντα των Μυγών του Γκόλντιγκ, ο κοινωνικός θα λέγαμε θάνατος, είναι άλλο ένα παράδειγμα της διεισδυτικής ματιάς της Κολλιάκου, που ανέφερα προηγουμένως ως χαρακτηριστικό του βιβλίου. Ας πάρω αφορμή για ένα παράδειγμα από το «Ζβουβ»: «Ο φόβος είναι βία. Βία που σου ασκήθηκε, μπορεί πολύ παλιά. Χειρότερη βία είναι ο μέσα φόβος… Καμιά φορά γίνομαι ο χειρότερος εχθρός μου». Και εδώ να σημειώσω απλώς ότι το βιβλίο μιλά για καταστάσεις που μας συγκινούν, καταφέρνει να αγγίξει τις χορδές του συναισθήματος φυσικά και αβίαστα, δίχως επίθετα και επιρρήματα και περιττά καλολογικά στοιχεία που λέγαμε στο σχολείο, χωρίς να εκβιάζει κατά οποιονδήποτε τρόπο το συναίσθημα εκ μέρους του αναγνώστη, κάτι που το θεωρώ κατάκτηση αφηγηματική: μιλά δηλαδή για δραματικές ή δραματοποιημένες ψυχολογικά καταστάσεις (δυο παιδιά σε απόγνωση λόγω μιας ευερέθιστης μητέρας· μια κόρη που αδυνατεί να πενθήσει τον πατέρα της, να τον αγαπήσει έστω νεκρό· δυο ερωτευμένα αδέρφια· παντρεμένοι σε παράνομους έρωτες· ένα χαρισματικό παιδί που πλήττει και εγκαταλείπει τη χαρά της ζωής· άνθρωποι με κατάθλιψη, με νόσους ψυχικές και ανίατες· ένας έφηβος που χάνει τη ζωή του υπέρ της γαλλικής αντίστασης στους ναζί· προσφυγόπουλα από τη Συρία που καμιά χώρα δεν τα θέλει· ηλικιωμένος άντρας που δεν θέλει πια να ζει· ένας νομπελίστας παιδεραστής που κανιβαλίζεται από τον Τύπο· η αναζήτηση της εγγύτητας και η επακόλουθη φθορά της εγγύτητας· συγγραφείς που νιώθουν ανύπαρκτοι όταν δεν μεταφράζονται τα έργα τους – και άλλες καταστάσεις δραματικές ή με ήρωες ανθρώπους που εκδραματίζουν ό,τι τους συμβαίνει), αλλά με απολύτως αποδραματοποιημένη γραφή.

Η τελευταία παράγραφος του βιβλίου είναι η εξής: «Δεν γίνεται να εξημερώσεις μια ψείρα, ακόμη κι αν τη βάλεις να βόσκει πάνω στο κεφάλι σου. Δεν μπορείς να της εξηγήσεις ότι πρέπει να κάνει την ψόφια για να περάσει απαρατήρητη, κι όχι να κουνάει χέρια πόδια αβοήθητη, όπως όταν πέφτει στην πορσελάνη της μπανιέρας. Ο θάνατος είναι ακατανόητος ακόμα και για την ψείρα». — Σε κάθε περίπτωση το «Αλφαβητάρι Εντόμων» προώρισται να ζήσει. Η επιλογή του για το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και νωρίτερα για το βραβείο διηγήματος/νουβέλας του περιοδικού Αναγνώστης επιβεβαιώνουν ότι το βιβλίο αυτό στο οποίο η Κολλιάκου διερευνά τα όρια της γλώσσας, τις δυνατότητές της και, εν τέλει, τη γραφή ως μια προσπάθεια ανανοηματοδότησης της ύπαρξης, μας αφορά όλους, καθώς: «Από την κάθε λέξη μπορεί να προκύψει κάτι, ακόμη και στα σκουπίδια».

Το κείμενο αυτό βασίζεται στην ομιλία που έκανε η Ελένη Κεχαγιόγλου στην παρουσίαση
του βιβλίου «Αλφαβητάρι Εντόμων» στο βιβλιοπωλείο «Πλειάδες» στις 9 Μαΐου 2018.

patakis.gr/blog

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.