Δημήτρης Μητροπάνος: Δέκα χρόνια χωρίς τον λεβέντη του λαϊκού τραγουδιού

Εκείνη η γεμάτη φλόγα πρώτη ματιά, πριν αρχίσει την κατάθεση της ψυχής του, για να γεμίσει ο χώρος και ο χρόνος από την “ασκητική” μέθη της ερμηνείας του, πλαισιώνοντας με την απόμακρη ευαισθησία του και τον ακατέργαστο, αλλά τόσο καθηλωτικό λυρισμό του, κάθε στίχο που “αγκάλιαζε” με το ένστικτό του, φροντίζοντας να του δίνει την ταυτότητα που του ταίριαζε, εκείνη η απλότητα και η δύναμη, το πάθος και η λεβεντιά, ταύτισαν τη χροιά του Δημήτρη Μητροπάνου με την ψυχή του Έλληνα και το γνήσιο λαϊκό τραγούδι.

“Στα καλντερίμια συζητούν ως το πρωί γειτόνοι,
μα σκοτεινιάζει ο καιρός και στις καρδιές νυχτώνει”
Άγιος Φεβρουάριος, 1972

Η φωνή του έδωσε το φινίρισμα σε ένα μουσικό περιβάλλον που δε δίστασε ποτέ να επεκταθεί, διαμορφώνοντας με το ταλέντο του έναν πεντακάθαρο εσωτερικό κόσμο που ήξερε να αφουγκράζεται και να “αφηγείται” τον έρωτα, τη μοναξιά, τον χωρισμό, την ελπίδα, τα όνειρα, τη ζωή. Η αξιοπρέπειά του, αδιαπραγμάτευτη ήδη από τα παιδικά του χρόνια στην περιθωριακή “Μικρή Μόσχα” της Αγίας Μονής των Τρικάλων, ταξίδεψε τις νότες σε θλιμμένα γκρίζα σύννεφα, ψάχνοντας όμως πάντοτε τα ουράνια τόξα.

“Κάτσε στην πέτρα του γιαλού, βάλε το χέρι αντήλιο,
πάρε μια χούφτα θάλασσα, πάρε μια χούφτα ήλιο”
Ο δρόμος για τα Κύθηρα, 1973

Το προσωπικό του ύφος και η δωρική του εκφραστικότητα, με μια μοναδική ενέργεια σαφήνειας και ελευθερίας, μεταμόρφωσαν την ποίηση και τις μελωδίες σε ηχητική τελετουργία υψηλού επιπέδου, χαρίζοντας στα τραγούδια του μια γνήσια ακτινοβολία που δε σταμάτησε στιγμή να γοητεύει το ακροατήριο. “Ο Μητροπάνος – όπως πολύ χαρακτηριστικά είπε ο Θάνος Μικρούτσικος – στη συνείδηση του κόσμου έχει μπει πια στο Πάνθεον των μεγάλων Ελλήνων λαϊκών τραγουδιστών. Δεν αισθάνομαι πως είναι υπερβολή ή ιεροσυλία αν πω, πως μετά τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη, αυτός είναι ο τρίτος σωματοφύλακας”.

“Άνθρωπο δεν έχω να με κλάψει, ούτε ένα κεράκι να μ’ ανάψει
Μόνος ήμουν, μόνος είμαι χάρε μου, την ψυχή μου πάρε μου”
Λαϊκά του σήμερα, 1980

Οι στίχοι έγιναν προέκταση της δικής του ψυχής, η γεμάτη συναίσθημα καρδιά του βρήκε καινούργια υπόσταση στη δύναμη της ερμηνείας του, χτίζοντας μια σπάνια παρακαταθήκη, που συνάντησε την πλήρη δικαίωσή της στον συγκλονιστικό τρόπο με τον οποίο τραγούδησε τα εννιάρια, βγάζοντας φωτιές από μέσα του, σε μια μοναδική “μετάφραση” της λεβεντιάς πάνω στο πάλκο, είτε κρατώντας το μικρόφωνο, είτε διοχετεύοντας την παραστατικότητα της οδύνης στον μπολιασμένο με μια μοναδικά εκφραστική προσέγγιση ζεϊμπέκικο χορό του.

“Τόσα δίνω, πόσα θες, στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες
κάθε κάμαρα κελί, με βαριά παλικαρίσια αναπνοή”
Παρέα μ’ έναν ήλιο, 1994

Ο Μητροπάνος έδεσε τις νότες και τις φράσεις με μια αφοπλιστική ενσυναίσθηση, νιώθεις – όταν τον ακούς – να δημιουργεί δονήσεις, περιγράφοντας τους “μορφασμούς” της ψυχής με μια τέτοια σαγηνευτική αμεσότητα και ειλικρίνεια. Οι κορόνες του είναι διεισδυτικά παθιασμένες, χωρίς την παραμικρή τυποποίηση, σε αιχμαλωτίζουν όσο ο ίδιος προσπαθεί – και το πετυχαίνει – να μείνει προσηλωμένος στην αναζήτηση των στιγμών, προσφέροντας μια προσωπική “εξομολόγηση”, στη διαχρονική συνέπεια της οποίας είναι σχεδόν αδύνατο να αντισταθείς.

“Έσβησες όλα σου τα φώτα, νομίζεις πως δε θα σε βρουν
Μα όλα τα τότε και τα πρώτα, όπου κρυφτείς εκεί θα ‘ρθουν”
Στη διαπασών, 2008

Άνθρωπος μετρημένος στα λόγια του, ταπεινός και γεμάτος σεβασμό για τους συναδέλφους του, χωρίς το παραμικρό “δήθεν” πάνω του, σκιαγράφησε το αυθεντικό πνεύμα του λαϊκού τραγουδιού κατευθείαν μέσα στο θυμικό του Έλληνα, ακριβώς επειδή “ενσάρκωσε” με την αλήθεια του, τη γενναιοδωρία και την ευαισθησία του, τόσους και τόσους συνθέτες και στιχουργούς, σε ένα ταξίδι που ξεπέρασε τις τέσσερις δεκαετίες πριν το διακόψει τόσο απότομα ο θάνατος. Και όσοι του εμπιστεύθηκαν στίχους και μελωδίες, είδαν τα έργα τους να μη φθείρονται με το πέρασμα του χρόνου, αλλά να μένουν πάντα “όρθια” και αξιοπρεπή.

“Σύννεφα σκεπάσαν τον ουρανό, φεύγει η λιακάδα
ένας κρύος και έρημος σταθμός μοιάζει η Ελλάδα”
Τα συναξάρια, 1981

Από μικρός στη δουλειά και στον αγώνα, ανεπιθύμητος στα σχολεία λόγω πολιτικών φρονημάτων, μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη, θύμα της λογοκρισίας της Χούντας στην πρώτη του ηχογράφηση, βρήκε τον δρόμο του δίπλα στον Ζαμπέτα και από εκεί και μετά, τον “υποδέχθηκαν” ο Παπαβασιλείου, ο Μούτσης, ο Κατσαρός, ο Μουσαφίρης, ο Καλδάρας, ο Χατζηνάσιος, ο Μίκης, ο Κουγιουμτζής, ο Τόκας, ο Μικρούτσικος, ο Παπαδημητρίου, ο Λεοντής, ο Νικολόπουλος, αλλά και ο Λάκης Παπαδόπουλος και ο Πορτοκάλογλου. Οι παρτιτούρες τους βρήκαν τη γνησιότητα που αναζητούσαν, γιατί ο Μητροπάνος πάντοτε υπήρξε γνήσιος, τόσο ο ίδιος όσο και το ξεχωριστό του ηχόχρωμα.

“Σ’ αγαπώ σαν αμαρτία, σε μισώ σαν φυλακή
κόψε με αν θες στα τρία, στάλα αίμα δε θα βγει”
Λαϊκές στιγμές, 1983

Τα προσωπικά του βιώματα συνάντησαν τις καρδιές των απλών ανθρώπων που σιγοψυθίρισαν και αγάπησαν τους στίχους που έγραψαν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Φίλιππος Γράψας, ο Άλκης Αλκαίος, ο Οδυσσέας Ιωάννου, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Ηλίας Λυμπερόπουλος, ο Πυθαγόρας, ο Λάκης Τεάζης, ο Τάκης Μουσαφίρης και τόσοι άλλοι ακόμα. Το κοινό ταυτίστηκε με τον ερμηνευτή που δε θέλησε ποτέ να αντιγράψει κανέναν, αλλά άφησε την ίδια τη ζωή να σμιλέψει το μέταλλο της φωνής του, αφηγούμενος τελικά τη δική του εσωτερική φόρτιση με μια αδιαπραγμάτευτη παλικαριά, σήμα κατατεθέν όλης της πορείας του.

“Όσοι με τον Χάρο γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι, πάντα γελαστοί και γελασμένοι”
Στου αιώνα την παράγκα, 1996

Η απήχηση των ηχογραφήσεων αλλά και των ζωντανών του εμφανίσεων, διαμόρφωσε την αμφίπλευρη σχέση με το ακροατήριο, που ένιωθε βαθιά μέσα του τις δονήσεις από εκείνη την πλεγμένη με πάθος και ένταση αλλά χωρίς περιττά τσαλίμια, σχεδόν αρχέγονη λεβεντιά, ικανή να αποκαλύπτει την ίδια την ψυχή του Μητροπάνου, όταν περιέγραφε συναισθήματα, εικόνες και στιγμές με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Υπηρέτησε όσο λίγοι τους λαϊκούς δρόμους, δεν αρνήθηκε όμως να δοκιμαστεί και σε πιο σύγχρονες, διαφορετικές φόρμες, αποδεικνύοντας ότι οι “κώδικες” μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν, αρκεί η “παραβίαση” να είναι γνήσια.

“Για να σ’ εκδικηθώ πετάω ενθύμια και δώρα
κι εσύ όπως κι εγώ, θρύψαλα και σκουπίδια τώρα”
Έλα Γορι-Λάκη, 1988

Όπως είχε πει ο ίδιος, θα ήθελε να έχει τη φωνή του Καζαντζίδη και το ρεπερτόριο του Μπιθικώτση, όμως το έμφυτο ταλέντο του, τον οδήγησε στο να δημιουργήσει το προσωπικό του ηχητικό περιβάλλον, που πλαισιώθηκε από άλμπουμ ορόσημα στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, όπως ο “Άγιος Φεβρουάριος”, ο “Δρόμος για τα Κύθηρα”, τα “Συναξάρια”, η “Εθνική μας μοναξιά”, το “Στου αιώνα την παράγκα”. Η αίσθηση κρυφής μελαγχολίας που συχνά “φλερτάρισε” – πάντα με κάποια συστολή – με τους “κραδασμούς” του απόμακρου, μάς χάρισε μια σπάνια ενδοσκοπική “εξομολόγηση”, προορισμένη μόνο για τους πραγματικά μεγάλους ερμηνευτές.

“Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα
λείπει το βλέμμα σου απ’ της αυγής τα χρώματα”
Η εθνική μας μοναξιά, 1992

Ο Δημήτρης Μητροπάνος υπήρξε έντιμος και αξιοπρεπής, όχι μόνο πάνω στο πάλκο, αλλά σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η συνέπεια και η διαφάνεια στα πιστεύω του, οι ξεκάθαρες θέσεις του στα κοινωνικά και πολιτικά θέματα, ο μοναδικός του τρόπος να τραγουδάει τα γκρίζα φθινόπωρα αλλά και τα χρώματα της άνοιξης, το αλάνθαστο ένστικτό του που εξελίχθηκε σε ευλογία για την ελληνική μουσική, η φωνή του που δε θα σταματήσει ποτέ να συγκινεί, ο λιτός του ζεϊμπέκικος που πάντα θα είναι συνώνυμο της λεβεντιάς, όλα αυτά θα βγαίνουν ξανά και ξανά στην επιφάνεια, κάθε φορά που θα τον ακούμε – αθάνατο πλέον – και θα είναι ανάμεσά μας καλοκαίρια και χειμώνες.

“Καλοκαίρια και χειμώνες, περιμένω να φανείς
δάκρυα καυτά σταγόνες, θα με καίνε ώσπου να ‘ρθεις”
Λαϊκά 76, 1976

Σήμερα συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τον θάνατό του, δέκα χρόνια από εκείνη την Τρίτη 17 Απριλίου του 2012, που μάθαμε ότι ο Μητροπάνος θα χόρευε πλέον το ζεϊμπέκικο του Αρχάγγελου στων αγγέλων τα μπουζούκια. Ωραίος, μπεσαλής, καθαρός, λεβέντης, μεγάλος. Αφοσιωμένος σε όσα και όσους αγάπησε. Και που αγαπήθηκε από το κοινό του, γιατί υπήρξε ταπεινός, ευαίσθητος, οικείος. Δέκα χρόνια μετά, όλη η Ελλάδα συνεχίζει να τον τραγουδάει. Και δε θα σταματήσει να το κάνει, όσο θα χτυπάει η καρδιά της…

“Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία,
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
Τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί”
Στου αιώνα την παράγκα, 1996

news247.gr

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.