Εμβόλιο για τη φυματίωση και κορονοϊός: Τι πραγματικά ισχύει – Σάλος για τα σενάρια που κυκλοφόρησαν

Διαψεύδουν οι ειδικοί τα σενάρια περί έναρξης εμβολιασμού του πληθυσμού για τον κορονοϊό στην Ελλάδα, από τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο.Τα δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για πρόγραμμα εμβολιασμού κατά της νόσου COVID-19 με το εμβόλιο κατά της φυματίωσης (BCG),προκάλεσαν και την ενόχληση του υπουργείου Υγείας, καθώς καλλιεργούνται προσδοκίες χωρίς αντίκρισμα.

Αυτή τη στιγμή, η επιστημονική κοινότητα παγκοσμίως επιδίδεται σε αγώνα δρόμου προκειμένου να βρεθεί τόσο το φάρμακο όσο και το εμβόλιο για τον κορονοϊό. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΠΟΥ, στη λίστα του περιλαμβάνονται 124 υποψήφια εμβόλια για τον κορονοϊό , με δέκα από αυτά να προηγούνται καθώς έχουν πλέον εισέλθει στο στάδιο της κλινικής αξιολόγησης σε ανθρώπους. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν έχει βρεθεί το εμβόλιο που θα θωρακίσει την κοινότητα από τον κορονοϊό, ούτε προκύπτει ότι αυτή την προστασία θα μπορούσε να την προσφέρει το εμβόλιο κατά της φυματίωσης.

Στο θέμα αναφέρθηκε ο καθηγητής Μικροβιολογίας Αλκιβιάδης Βατόπουλος, μιλώντας στον Realfm 97,8 και τους Μάνο Νιφλή και Άκη Παυλόπουλο. Ο κ. Βατόπουλος, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, είπε ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα τεχνικά να συμβεί κάτι τέτοιο, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: “Δεν μπορούν να φτιαχτούν εμβόλια τόσο γρήγορα. Τα εμβόλια είναι στο στάδιο ένα ή δύο”. Ερωτηθείς συγκεκριμένα για το εμβόλιο της φυματίωσης και αν μπορεί να βοηθήσει στη μάχη κατά του κορονοϊού ανέφερε:

“Δεν φαίνεται να ισχύει αυτό. Είναι μια σχέση που είναι οικολογική, δηλαδή τα κράτη που είχαν εμβολιασμό σε μεγάλο ποσοστό, είχαν λιγότερα κρούσματα COVID-19. Αλλά αυτά κράτη διαφέρουν και σε χιλιάδες άλλα πράγματα. Δεν έχει βρεθεί συσχέτιση άτομο – άτομο. Δηλαδή ένα άτομο που έκανε εμβόλιο για φυματίωση να έχει λιγότερο COVID-19. Δεν έχει βρεθεί συσχέτιση ότι τα άτομα που εμβολιάστηκαν έχουν λιγότερες πιθανότητες σε σχέση με άτομα που δεν έκαναν” .

Αναφερόμενος σε ένα πιθανό δεύτερο κύμα του ιού ο κ.Βατόπουλος σημείωσε ότι “υπάρχει μία φιλοσοφία που λέει ότι ο ιός, γενικώς αυτά τα νοσήματα, όσα εξαπλώνονται, περισσότερο τείνουν να γίνονται πιο καλοήθη παρά πιο βαριά. Επειδή ο ιός θέλει να ζήσει και αυτός δεν θέλει να σκοτώνει τον ξενιστή του. Αλλά αυτό είναι μία πολύ γενική άποψη που δεν είναι βέβαιο ότι ισχύει. Αν θα έχουμε δεύτερο κύμα και πώς θα είναι αυτό το κύμα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, από τις κοινωνικές επαφές κυρίως. Δηλαδή πόσο θα εξακολουθήσουμε το καλοκαίρι να προσέχουμε, πόσο θα επηρεάσει όταν ανοίξει η επικοινωνία με το εξωτερικό”.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η καθηγήτρια Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Αναστασία Κοτανίδου. Μιλώντας στον ΣΚΑΪ, τόνισε μεταξύ άλλων ότι “υπάρχουν κάποιες δημοσιεύσεις που λένε ότι τα άτομα τα οποία έχουν κάνει εμβόλιο έναντι της φυματίωσης ενδεχομένως, με πάρα πολλά εισαγωγικά και ερωτηματικά μπορούν να έχουν καλύτερη ανοσολογική απάντηση στον COVID-19. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κάποια επίσημη τεκμηρίωση. Υπάρχουν κάποιες δημοσιεύσεις που υποστηρίζουν αυτό το πράγμα. Εκτός από αυτό υπάρχουν και κάποια άλλα εμβόλια τα οποία αναφέρεται ότι μπορούν να προσθέτουν στην ανοσολογική απάντηση του οργανισμού, όλα όμως είναι στα πλαίσια υποθέσεων και δεν υπάρχει καμία απόδειξη ακόμα”.Εξέφρασε, ωστόσο, την άποψη πως όταν βγει το νέο εμβόλιο για την εποχική γρίπη θα πρέπει να εμβολιαστούμε όλοι –ακόμη και παιδιά– ώστε να μην υπάρξει συνδυασμός γρίπης και κορονοϊού. “Θεωρώ ότι με το που θα βγει το εμβόλιο της γρίπης θα πρέπει να εμβολιαστούμε όλοι για να μην έχουμε συνδυασμό γρίπης και κορονοϊού. Όλοι, οι πάντες άνω των 6 ετών, θα πρέπει να εμβολιαστούν για γρίπη για να μην έχουμε συνδυαστική λοίμωξη και από γρίπη και από κορονοϊό”, είπε.

Υπενθυμίζεται ότι σε επιστημονικές μελέτες σχετικά με τον ρόλο των εμβολίων κατά της φυματίωσης και της ιλαράς είχε αναφερθεί και ο Σωτήρης Τσιόδρας σε ενημέρωση πριν από περίπου τρεις εβδομάδες. “Χώρες που έχουν πολύ υψηλά ποσοστά κάλυψης για τον εμβολιασμό με τα BCG και MMR (φυματίωση και ιλαρά) φαίνεται ότι έχουν λιγότερους καταγεγραμμένους θανάτους. Φαίνεται ότι το εμβόλιο της φυματίωσης ενεργοποιεί κάποιους μηχανισμούς εσωτερικής άμυνας πολύ σημαντικούς ενώ έχουν βρεθεί σε παλαιότερες μελέτες ότι η χρήση του συγκεκριμένου εμβολίου προστατεύει και τα μικρά παιδιά από τους αναπνευστικούς ιούς” είχε πει, υπογραμμίζοντας ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο. “Θα περιμένουμε την επιστήμη να καταλήξει σε συμπεράσματα” είχε σημειώσει.

Σχετική αναφορά είχε γίνει και σε άρθρο καθηγητών του ΕΚΠΑ, που υπογράμμιζαν ότι καθώς σε χώρες με καθολική κάλυψη του πληθυσμού με το εμβόλιο BCG έχουν αναφερθεί λιγότερα επιβεβαιωμένα κρούσματα και χαμηλότερος αριθμός θανάτων έναντι χωρών όπου το εμβόλιο δεν χορηγείται καθολικά, γεννήθηκε η υπόθεση ότι μπορεί να παρέχει κάποιο βαθμό προστασίας. Όμως, όπως τόνιζαν, η σύγκριση των χαρακτηριστικών της επιδημίας μεταξύ των διαφορετικών χωρών επηρεάζεται από πολλούς πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες όπως διαφορετικές φάσεις εκδήλωσης της επιδημίας, διαφορετική ηλικία του προσβεβλημένου πληθυσμού και διαφορετική ηλικιακή σύνθεση, διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης της πανδημίας, διαφορετικός αριθμός διαγνωστικών τεστ και διαφορές στον ορισμό των θανάτων που σχετίζονται με τον COVID-19 ή ελλιπής καταγραφή. Αν και το εμβόλιο BCG χορηγείται για προστασία από τη φυματίωση, έχει επίσης βρεθεί ότι ασκεί μη ειδικά θετικά αποτελέσματα, όπως προστασία έναντι άλλων μολυσματικών ασθενειών, χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της ανοσογονικότητας ορισμένων εμβολίων (όπως το εμβόλιο της γρίπης), ενώ φαίνεται ότι εμφανίζει συσχέτιση με ετερόλογες επιδράσεις στην προσαρμοστική ανοσία, όπως η διασταυρούμενη αντιδραστικότητα που προκαλείται από Τ- λεμφοκύτταρα αλλά και ενίσχυση της έμφυτης ανοσολογικής απόκρισης.

Η μελέτη στο Ισραήλ

Ερευνητές από το Ισραήλ εξέτασαν επιδημιολογικά την παραπάνω υπόθεση , σε μελέτη που δημοσίευσαν στο περιοδικό JAMA (May 13, 2020. doi:10.1001/jama.2020.8189). Οι Καθηγητές του Βιολογικού Τμήματος και της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών, Ιωάννης Τρουγκάκος, Ευστάθιος Καστρίτης, Δημήτρης Παρασκευής και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ, https://mdimop.gr/covid19/) είχαν συνοψίσει τα ευρήματα της μελέτης.

Το εμβόλιο BCG χορηγούνταν σε όλα τα νεογέννητα στο Ισραήλ ως μέρος του εθνικού προγράμματος εμβολιασμού μεταξύ 1955 και 1982, με κάλυψη μεγαλύτερη από 90% του πληθυσμού. Από το 1982 όμως, η πολιτική χορήγησης άλλαξε και το εμβόλιο χορηγείται μόνο σε μετανάστες από χώρες με υψηλό επιπολασμό της φυματίωσης. Αυτή η αλλαγή επέτρεψε τη σύγκριση των ποσοστών μόλυνσης και των αναλογίας ατόμων με σοβαρή νόσο COVID-19 σε δύο παρόμοιους ηλικιακά πληθυσμούς: άτομα που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια των 3 ετών πριν και 3 ετών μετά τη διακοπή του καθολικού προγράμματος εμβολιασμού με BCG.

Οι ερευνητές αξιολόγησαν τα αποτελέσματα από 72060 διαγνωστικά τεστ για τον SARS-CoV-2. Από αυτά, 3064 προέρχονταν από ασθενείς που γεννήθηκαν μεταξύ 1979 και 1981 (1.02% των γεννήσεων εκείνης της περιόδου, 49.2% ήταν άνδρες και η μέση ηλικία 40 έτη). Η δεύτερη ομάδα περιελάμβανε 2869 τεστ μεταξύ πιθανώς μη εμβολιασμένων ατόμων που γεννήθηκαν μεταξύ 1983 και 1985 (0,96 % των γεννήσεων εκείνης της περιόδου, 50.8% ήταν άνδρες και η μέση ηλικία ήταν 35 έτη). Οι ερευνητές δεν βρήκαν στατιστικά σημαντική διαφορά στο ποσοστό των θετικών τεστ μεταξύ των δυο ομάδων. Στην ομάδα των εμβολιασμένων με BCG, τα θετικά τεστ ήταν 361 [11,7%] έναντι 299 [10,4%] της μη εμβολιασμένης ομάδας ή σε ποσοστά θετικότητας ανά 100000 ήταν 121 στην εμβολιασμένη ομάδα έναντι 100 στην μη εμβολιασμένη ομάδα. Υπήρχε μόνο μία περίπτωση σοβαρής νόσου (δηλαδή χρειάστηκε μηχανικός αερισμός ή εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας) σε κάθε ομάδα και δεν αναφέρθηκαν θάνατοι.

Όπως αναφέρουν οι ερευνητές τα παραπάνω δεδομένα δείχνουν ότι ο προηγούμενος εμβολιασμός με το BCG στην παιδική ηλικία δεν φαίνεται να σχετίζεται με διαφορές όσον αφορά την πιθανότητα μόλυνσης από το ιό σε ενήλικές, όπως αυτή ανιχνεύεται με τα διαγνωστικά τεστ που είναι διαθέσιμα. Όμως, λόγω του μικρού αριθμού σοβαρών περιπτώσεων, δεν μπορεί να συναχθεί κανένα συμπέρασμα σχετικά με τη σχέση μεταξύ της εμβολιασμού με BCG και της πιθανότητας σοβαρής νόσου. Ο κύριος περιορισμός της μελέτης είναι ότι δεν αντιπροσωπεύεται το ποσοστό θετικότητας στον γενικό πληθυσμό, καθώς τα άτομα που ελέγχθηκαν με διαγνωστικά τεστ ήταν αυτά που ανέφεραν συμπτώματα, συνεπώς οι ασυμπτωματικές μολύνσεις από τον SARS-CoV-2 δεν μπορούν να ελεγχθούν.

enikos.gr

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.