Η ζωή στο Μάτι & το Κόκκινο Λιμανάκι έναν χρόνο μετά: «Υπάρχουν βράδια που ξυπνώ από εφιάλτες» (βίντεο)

Ήταν 23 Ιουλίου του 2018, όταν η φωτιά κατέκαψε το Μάτι, τον Νέο Βουτζά, το Κόκκινο Λιμανάκι. Τραγικός απολογισμός 101 νεκροί. Οι μνήμες όσων έζησαν τα γεγονότα κάνουν τα μάτια να δακρύζουν.

«Εδώ ήταν ένας παράδεισος και τώρα, έχει γίνει μία κόλαση. Τις πρώτες μέρες, μετά τη φωτιά, έχανα τον δρόμο προς το σπίτι. Δεν τον γνώριζα. Άλλαξαν οι εικόνες». Μ’ αυτές τις λέξεις μας υποδέχεται στο σπίτι του, στο Κόκκινο Λιμανάκι, ο κ. Ηλίας.

Ο ίδιος βίωσε αρκετά έντονα τη φωτιά της 23ης Ιουλίου του 2018, καθώς υπέστη εγκαύματα, κατά την προσπάθειά του να διασώσει τη μητέρα του. «Αν δεν έσωνα τη μάνα μου, θα ήθελα να πεθάνω, να αυτοκτονήσω» σπεύδει να επισημάνει στην κάμερα του Sputnik.

Οι τύψεις όμως, είναι ένα συναίσθημα που τον κυνηγάει ακόμη. Έναν ολόκληρο χρόνο μετά.

Και ο λόγος δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι δεν κατάφερε να σώσει μία γειτόνισσά του.

«Εκλιπαρούσε για βοήθεια. Δεν μπόρεσα να κάνω κάτι, αισθάνομαι τύψεις που δεν μπόρεσα να τη βοηθήσω. Ήταν φρικτό. Να διαλέγεις ποιον θα αφήσεις να πεθάνει και ποιον θα σώσεις. Ήταν ένα δίλημμα που δεν το είχα αισθανθεί ποτέ στη ζωή μου. Αισθάνθηκα ότι ήμουν δήμιος».

Έναν χρόνο μετά, αυτό που αντικρύζει κάποιος επισκέπτης στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι είναι καμένα σπίτια, καμένοι κορμοί δέντρων, καμένα κλαριά, πολλά μπάζα και κυρίως, ελάχιστος κόσμος. Σαν να μην έχει περάσει ούτε μία ημέρα από την 23η Ιουλίου. Σαν να έχει «παγώσει» ο χρόνος.

«Όταν είδα την πρώτη σορό ήταν ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο. Δεν είδα ακριβώς σορό. Το πρώτο που είδα ήταν ένας άνθρωπος ολικά καμένος, στην ουσία νεκρός» θυμάται, από την πλευρά του, ο δήμαρχος Ραφήνας και ένας εκ των κατοίκων του Ματιού, Ευάγγελος Μπουρνούς.

«Ήταν καθισμένος σ’ ένα πεζοδρόμιο να ζητάει νερό. Ουσιαστικά λειτουργούσε ο εγκέφαλος του και τίποτα άλλο. Ήταν νεκρός» συνεχίζει, δακρυσμένος.

Εκείνες τις ημέρες, ο δήμαρχος βρισκόταν σ’ όλα τα «δύσκολα» σημεία: Νέος Βουτζάς, Μάτι, Κόκκινο Λιμανάκι. Λίγο αργότερα, μετέβη και στο λιμάνι της Ραφήνας, βγάζοντας τον κόσμο από τις βάρκες που κατέφθαναν σωρηδόν. Μεταξύ άλλων, είδε και πέντε γνώριμα πρόσωπα. Πρόσωπα μαυρισμένα, καρβουνιασμένα. Ήταν η γυναίκα του, τα δύο παιδιά τους και τα πεθερικά του. Είχαν μόλις διασωθεί.

Ο Νίκος, είναι ένας από τους λίγους νεαρούς κατοίκους που εξακολουθούν να διαμένουν στην περιοχή. Ανάμεσα στα 101 θύματα συγκαταλέγεται και ο 18χρονος Πάρις Κατσουλάκης. Ήταν φίλος του.

«Είχαμε δει το αμάξι του πατέρα του (σ.σ. καμένο). Και ξέραμε ότι θα ήταν κάπου εκεί κοντά νεκρός. Αφού ψάξαμε λίγο, δυστυχώς τον βρήκαμε. Ήταν μόλις 18 χρονών» αναφέρει, μιλώντας στην κάμερα του Sputnik.

Εις τη μνήμη του αδικοχαμένου Πάρι, οι φίλοι του ίδρυσαν το τουρνουά βόλεϊ «Πάρις Κατσουλάκης». «Γιατί οι άνθρωποι», όπως επισημαίνει ο Νίκος, «δεν πρέπει να ξεχνιούνται ποτέ».

Η σκληρή πραγματικότητα

Σήμερα, έναν χρόνο μετά, η καθημερινότητα στο Μάτι είναι σκληρή. Τα πάντα παραμένουν καρβουνιασμένα. Δρόμοι, σπίτια, κορμοί δέντρων, καταστήματα. Όλα συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην αναβίωση εκείνη των τραγικών στιγμών.

«Να έρθει ο άλλος στο Μάτι να κάνει τι; Να δει καμένο το σπίτι του γείτονα; Να δει καμένο το σπίτι το δικό του;» διερωτάται ο Νίκος.

Το σπίτι του υπέστη ορισμένες ζημιές στον περιβάλλοντα χώρο. Ωστόσο, το μείζον δεν είναι αυτό. Το μείζον είναι ότι γύρω από το δικό του σπίτι, υπάρχουν δεκάδες άλλα καμένα σπίτια. «Είναι κάτι που μας δυσκολεύει ψυχολογικά» παραδέχεται.

Ένας από τους φίλους του, αναγκάστηκε να φύγει από την περιοχή. Είχε ένα διώροφο σπίτι. Ο πρώτος όροφος κάηκε σχεδόν ολοσχερώς. Τις πρώτες ημέρες, το σοκ ήταν μεγάλο. «Κάναμε κάμπινγκ ή μπάρμπεκιου στην αυλή του καμένου σπιτιού» θυμάται ο Νίκος, ανασύροντας τις μνήμες εκείνων των ημερών. «Τι άλλο να κάνουμε;»

Μέχρι στιγμής, ένας μεγάλος αριθμός των πυρόπληκτων δεν έχει επιστρέψει στα σπίτια του. Άλλοι φιλοξενούνται σε σπίτια φίλων ή συγγενών, άλλοι διαμένουν στη δεύτερη κατοικία που διαθέτουν, είτε στην Αθήνα είτε στην ευρύτερη περιοχή, και περίπου 150 άτομα επιβιώνουν στις εγκαταστάσεις του στρατού στον Άγιο Ανδρέα.

Και ο λόγος δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι ακόμη δεν έχει χτιστεί ούτε ένα σπίτι απ’ αυτά που χρήζουν ολικής ανακατασκευής. Γραφειοκρατία, μη εκδοθείσες άδειες και έλλειψη χρημάτων αποτελούν τροχοπέδη στην προσπάθεια επιστροφής στην… κανονικότητα.

Ζώντας σε μισοκαμένα σπίτια

Θύματα αυτής της κατάστασης είναι και δεκάδες οικογένειες, οι οποίες – αρνούμενες να φύγουν από την περιοχή – επιλέγουν να μείνουν σε μισκοκαμένα σπίτια. Μία απ’ αυτές της οικογένειες είναι τα πεθερικά του κ. Μπουρνούς.

«Ήθελαν να γυρίσουν σ’ ένα σπίτι που ήταν ολικά καμένο. Ήταν δύο όροφοι που ήταν ολικά καμένοι και υπήρχε ένα υπόγειο. Και ήθελαν να πάνε να μείνουν εκεί πέρα (σ.σ. στο υπόγειο). Τις πρώτες μέρες ήρθαν σ’ ένα άλλο σπίτι και τελικά επέλεξαν να γυρίσουν εκεί πέρα».

«Πέρασαν ένα μέρος του χειμώνα δύσκολα, γιατί και το υπόγειο είχε προβλήματα. Είχε προβλήματα με νερά που έμπαιναν. Είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο. Πολλές οικογένειες μένουν σε τέτοια σπίτια» τονίζει, χαρακτηριστικά.

Την ίδια ώρα υπάρχουν και αρκετοί, οι οποίοι έχουν επιλέξει να ξεκινήσουν μία νέα ζωή… μακριά από το Μάτι. «Ποιος θέλει να γυρίσει στο Μάτι, όταν έχει χάσει το παιδί του ή τη μάνα του ή τη γυναίκα του;» διερωτάται ο 23χρονος Νίκος.

«Τέτοιο καιρό η περιοχή θα ήταν όλο φωνές, παιδιά, πάρτι. Τώρα έχουμε λιγοστέψει. Είμαστε λιγότεροι από τους μισούς. Καμένα σπίτια, καμένα δέντρα, άνθρωποι που δεν θέλουν να ξαναέρθουν, να ξαναδούν αυτό το μαγευτικό τοπίο, αυτόν τον παράδεισο που ήταν πριν» υπερθεματίζει ο κ. Ηλίας.

Το χειρότερο για τον ίδιο είναι οι εικόνες των καμένων. Των καμένων σπιτιών, των καμένων δέντρων. Το ελάχιστο πράσινο. «Ακόμη και σήμερα η μυρωδιά υπάρχει. Είναι η μυρωδιά του καμένου σπιτιού, του καμένου αυτοκινήτου, είναι όλα αυτά τα χημικά που έχουν πέσει στο έδαφος».

«Έχουμε ακόμη πολλή δουλειά» σπεύδει να συμφωνήσει ο κ. Μπουρνούς, ο οποίος εκτιμάει ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει τους επόμενους μήνες, όταν ξεκινήσουν οι κατεδαφίσεις των καμένων σπιτιών, τα οποία εξακολουθούν να χάσκουν, θυμίζοντας σ’ όλους τις «μαύρες» εκείνες ημέρες.

Λίγο καλύτερη είναι η κατάσταση με τα καμένα κλαριά. Αν και εξακολουθούν να παραμένουν σε σωρούς, στην άκρη των δρόμων, περίπου το 80% έχει απομακρυνθεί και έχει τοποθετηθεί σ’ ένα οικόπεδο στην είσοδο του Νέου Βουτζά. Εκεί πρέπει να θρυμματιστούν άμεσα, καθώς συνιστούν μεγάλη εστία επικινδυνότητας, όπως παραδέχεται ο δήμαρχος Ραφήνας.

Ευτυχώς, οι ζημιές στις δημόσιες υποδομές έχουν αποκατασταθεί. Από τη φωτιά, χαρακτηριστικά, επλήγησαν τέσσερα σχολεία. Τα τρία επισκευάστηκαν άμεσα, πριν τον Σεπτέμβριο του 2018. Το τέταρτο τελεί υπό πλήρη ανακατασκευή, με στόχο να καταστεί ένα πρότυπο σχολείο. Η πυρκαγιά κατέστρεψε και δύο αθλητικά κέντρα. Το ένα έχει ήδη παραδοθεί στους κατοίκους και το άλλο θα είναι έτοιμο εντός των επόμενων δύο μηνών.

«Αντίπαλος δεν είναι τα χρήματα. Υπάρχουν και τα χρήματα και η θέληση. Αντίπαλος είναι ο χρόνος» επισημαίνει ο κ. Μπουρνούς, ο οποίος δεν παραλείπει να ευχαριστήσει όλους τους ιδιώτες για τις δωρεές και τις προσφορές.

Από την άλλη, βέβαια, δεν κρύβει την ανησυχία του για τον κίνδυνο φτωχοποίησης της περιοχής. «Υπάρχει ορατός κίνδυνος φτωχοποίησης, όχι μόνο των ανθρώπων που βρίσκονται στις καμένες περιοχές, αλλά και των γύρω περιοχών».

«Στα σούπερ-μάρκετ τέτοια εποχή δεν προλάβαινες να μπεις μέσα. Πλέον οι πελάτες είναι ελάχιστοι. Είναι μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι. Έχουν ερημώσει» δηλώνει, επικουρικά, ο κ. Ηλίας.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η μαζική μετακίνηση του πληθυσμού, η οποία – πέραν της ερημοποίησης – έχει επιφέρει και οικονομικές δυσχέρειες. «Υπάρχει μεγάλη μετακίνηση πληθυσμού. άνθρωποι έχουν επιλέξει να μείνουν κάπου αλλού – στην Αρτέμιδα, στην Αθήνα, στην Παλλήνη» υπογραμμίζει ο κ. Μπουρνούς.

Έτσι, «οι επιχειρηματίες έχουν χάσει ένα μέρος του πελατειακού κοινού, με αποτέλεσμα τα οικονομικά μεγέθη να είναι χειρότερα». Το ίδιο ισχύει και με τα οικονομικά των δήμων. Λιγότεροι κάτοικοι, λιγότερα έσοδα.

Ακόμη και αυτοί που έμειναν όμως, αντιμετωπίζουν πολλαπλά προβλήματα. Η οικονομική τους κατάσταση έχει επιδεινωθεί. Όσοι έχασαν τη δουλειά τους, παραμένουν άνεργοι. Και όσοι έχουν εργασία, τα έσοδά τους έχουν συρρικνωθεί.

Ο δήμος μέσω προγραμμάτων κοινωνικής εργασίας, προσπαθεί να ανακουφίσει όλους αυτούς τους ανθρώπους. Κάνουμε διάφορες προσπάθειες, αλλά είμαστε πίσω από τις ανάγκες της κοινωνίας» παραδέχεται ο δήμαρχος Ραφήνας.

«Θα με πας διακοπές σε μία καμένη περιοχή;»
Μία από τις πάγιες πηγές εσόδων των κατοίκων της περιοχής, ήταν ο τουρισμός. Σήμερα, όμως, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. «Οι τουριστικές επιχειρήσεις έχουν πληγεί, οι ξενοδοχειακές μονάδες δεν έχουν την πληρότητα που είχαν», εξηγεί ο κ. Μπουρνούς.

«Μόνο και μόνο το συναίσθημα, “θα με πας διακοπές σε μία καμένη περιοχή”, δημιουργεί μία άρνηση. Υπάρχει ένα μεγάλο στοίχημα και βοηθούμε να ξεπεραστεί αυτό το ψυχολογικό, να αναδείξουμε ότι πάμε στην επόμενη μέρα, ότι έχουμε δημιουργήσει ένα περιβάλλον ανεκτό».

Ο κόσμος δεν πάει για μπάνιο, παρότι η θάλασσα δεν έχει κάποιο πρόβλημα. Παραμένει καθαρή. Όπως ακριβώς ήταν. Το ίδιο ισχύει με τους ατμοσφαιρικούς ρύπους, όπως και με το νερό της ύδρευσης. Το πρόβλημα είναι άλλο. Είναι το ψυχολογικό τραύμα που δεν έχει επουλωθεί.

«Κάθε φορά που έρχομαι νιώθω μία καούρα στο στομάχι. Αλλά τι να κάνουμε» δηλώνει ο κ. Παναγιώτης, ένας από τους ελάχιστους λουόμενους στην παραλία Κόκκινο Λιμανάκι. Παρότι η θερμοκρασία υπερβαίνει τους 35 βαθμούς, οι παραθεριστές είναι μετρημένοι στα δάχτυλα των δύο χεριών. Και αυτοί, κατά βάση, είναι ηλικιωμένοι.

«Πέρυσι δεν ήρθα καθόλου. Έχασα δύο φίλους εδώ. Ερχόμασταν όλοι μαζί και κάναμε μπάνιο, πίναμε κανένα τσιπουράκι, κάτω από τα δέντρα. Πλέον δεν υπάρχει τίποτα» αναφέρει, μεταξύ άλλων.

«Έπρεπε να διαλέξεις ποιον θα σώσεις και ποιον θα αφήσεις»

Την ώρα της φωτιάς, ο κ. Ηλίας βρισκόταν στο κατάστημα που διατηρεί, στην είσοδο της Ραφήνας. Είχε πλήρη άγνοια για την έκταση της πυρκαγιάς, έως ότου ενημερώθηκε ότι το πύρινο μέτωπο είχε φθάσει έξω ακριβώς από το Μάτι. Η πρώτη του σκέψη ήταν να σώσει τη μητέρα του, η οποία βρισκόταν στο σπίτι.

Οι δρόμοι προς το Μάτι είχαν μπλοκαριστεί από το πλήθος των αυτοκινήτων και των ανθρώπων που αναζητούσαν τρόπο διαφυγής. Ήταν από τους ελάχιστους που αντί να φεύγουν από την περιοχή, προσπαθούσε να μπει σ’ αυτή.

Βλέποντας τον χρόνο να μετράει αντίστροφα – και όντας εγκλωβισμένος στο αμάξι – αποφάσισε να συνεχίσει με τα πόδια.

«Μπαίνω με τα πόδια μέσα στη φωτιά. Εκεί που περπάταγες, έκανε αυτανάφλεξη από τη θερμοκρασία. Στη διαδρομή προς το σπίτι, εγκλωβίστηκα. Αναγκάστηκα να πηδήξω μάντρες».

Το χειρότερο όμως, ήταν οι εικόνες. Αυτά που έβλεπε.

«Το τι έβλεπα; Μία γυναίκα να καίγεται. Αυτοκίνητα να εγκλωβίζονται. Σκυλιά, γατιά να καίγονται και όπου πήγαιναν να μεταφέρουν και τη φωτιά. Άκουγες ουρλιαχτά από τους ανθρώπους που καίγονταν προφανώς. Κάθε 5-10 δευτερόλεπτα άκουγες έκρηξη λες και έπεφτε βόμβα» περιγράφει, μεταξύ άλλων.

Ο στόχος του ήταν να φθάσει σπίτι. Στη διαδρομή έβλεπε ανθρώπους, γείτονες να καίγονται ζωντανοί. «Άφησα ανθρώπους να πεθάνουν. Το είχα τύψεις. Αισθάνθηκα ότι ήμουν δήμιος».

Δίχως να έχει αίσθηση του χρόνου, τελικά κατάφερε να φθάσει σπίτι. Πήρε την ηλικιωμένη μητέρα του και με τη βοήθεια ενός γείτονα, την απομάκρυνε από την περιοχή. Στην προσπάθειά του να διαφύγει, υπέστη εγκαύματα. Όχι από τη φωτιά, αλλά από τη θερμοκρασία.

Αφού βεβαιώθηκε ότι η μητέρα του βρισκόταν σε ασφαλές σημείο, γύρισε πίσω. Στο Κόκκινο Λιμανάκι. Τον ενδιέφερε το σπίτι του. «Ευτυχώς, είχε μόνο εξωτερικές ζημιές. Έκατσα μέχρι τις 12.00 το βράδυ και έσβηνα φωτιές μαζί με τους γείτονες».

«Όταν κάποια στιγμή τελειώσαμε με τις φωτιές, πήρα τη γυναίκα, με την οποία συζώ, να έρθει να με πάει στο ΚΑΤ. Γιατί με τα εγκαύματα που είχα, είχα πρηστεί ολόκληρος. Στο πρόσωπο, στο χέρι, στην πλάτη».

Ανακαλώντας όλες αυτές τις μνήμες, ο κ. Ηλίας βουρκώνει και κάποια στιγμή, ξεσπάει σε κλάματα.

«Είναι εικόνες που δεν μπορώ να ξεχάσω με τίποτα. Ο πρώτος άνθρωπος που είδα να καίγεται ήταν μία γυναίκα που προσπαθούσε να σώσει το σπίτι της. Είχαν πάρει φωτιά τα ρούχα της. Ήταν μία γειτόνισσα, ένας άνθρωπος της περιοχής μας. Άκουγα συνεχώς στριγκλιές ανθρώπων, ουρλιαχτά».

Το πρώτο φως της ημέρας φανέρωσε την πλήρη έκταση της καταστροφής. «Όταν είδα το κακό, έκλαιγα με λυγμούς, γιατί κατάλαβα ότι είχαν πεθάνει πολλοί άνθρωποι. Μέχρι εκείνη την ώρα, δεν ήξερα τι ακριβώς είχε γίνει».

Οι πρώτες μέρες ήταν ασφυκτικές. «Η μυρωδιά του καμένου, δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Και όχι η μυρωδιά του καμένου δέντρου. Ήταν η μυρωδιά του πτώματος, του καμένου πτώματος, της σάρκας. Κάποια στιγμή έβρεξε, το νερό ήταν κατάμαυρο, λες και είχες βάλει μπογιά. Η αναπνοή ήταν ακόμη χειρότερη. Η μυρωδιά για αρκετούς μήνες ήταν ανυπόφορη» περιγράφει ο κ. Ηλίας.

Ένας χρόνος μετά και οι «εικόνες» ξεπηδούν διαρκώς στο μυαλό του. «Υπάρχουν βράδια που θα ξυπνήσω από εφιάλτες. Πήρα χάπια γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Πήρα αντικαταθλιπτικά. Είχα πρόβλημα με την πίεση. Στεναχώρια, θλίψη, οργή».

Η μητέρα του, η κα Δήμητρα, είναι ηλικιωμένη. Μέχρι να έρθει ο γιος της, ο κ. Ηλίας, για να την απομακρύνει από το σπίτι, δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθος της απειλής.

«Δεν φοβήθηκα, γιατί το σπίτι ήταν εντάξει. Έβλεπα τα γύρω γύρω να καίγονται. Έπεφταν καύτρες μέσα στο σπίτι. Έκλεισα τις πόρτες και τα παράθυρα. Δεν είχα καταλάβει το μέγεθος. Όταν βγήκα έξω, τότε κατάλαβα τι συμβαίνει. Που τα είδα όλα καμένα, όλα πίσσα».

«Χρειάζεται χρόνος για να το ξεπεράσεις»

Ο κ. Μπουρνούς είναι κάτοικος του Ματιού. Από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στο μέτωπο της φωτιάς. Την ίδια ώρα, η οικογένειά του βρισκόταν υπό κίνδυνο. Και αυτό χωρίς να το γνωρίζει. Το έμαθε πολύ αργότερα.

«Το σπίτι μας κάηκε. Πρόλαβε η γυναίκα μου, τα δύο παιδιά μας και οι δύο γονείς της να μπουν στη θάλασσα και βγήκαν πέντε ώρες μετά, μαζί με τους υπόλοιπους. Ήμουν στο λιμάνι της Ραφήνας όταν έφθασαν».

«Όταν βγήκαν από τη θάλασσα, η σύζυγός μου είχε εγκαύματα πρώτου βαθμού, γιατί το θερμικό κύμα δημιουργούσε φαινόμενα εγκαυμάτων. Τα παιδιά τα βούταγαν μέσα στη θάλασσα ώστε να μην είναι σε επαφή με τον αέρα (…) Ήταν μπαρουκαπνισμένοι, δίπλα τους ήταν άνθρωποι νεκροί. Ήταν δύσκολες οι στιγμές γι’ αυτούς».

Οι στιγμές, πράγματι, ήταν πολύ έντονες. Και ο χρόνος κυλούσε μ’ έναν απροσδιόριστο ρυθμό. «Δεν υπήρχε ο χρόνος να σκεφτώ μόνο τους δικούς μου ανθρώπους. Το πλαίσιο της σκέψης μου ήταν προς όλους. Ήταν τόσο έντονη η ανάγκη των ανθρώπων. Υπήρχαν πολύ χειρότερες καταστάσεις. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν πνιγεί, που ο γιος κρατούσε το χέρι του νεκρού πατέρα για ώρες. Υπήρχαν εγκαυματίες, υπήρχαν νεκροί που έπρεπε να μεταφερθούν. Υπήρχαν πάρα πολλά πράγματα προκειμένου η σκέψη να είναι μόνο στην οικογένεια» θυμάται ο κ. Μπουρνούς.

Τις πρώτες ώρες μετά την τραγωδία, οι πυρόπληκτοι συνωστίζονταν στο δημαρχείο. Έπρεπε να μείνουν κάπου. «Ανοίξαμε ένα κλειστό γυμναστήριο, με τα απαραίτητα, με κουβέρτες και νοσηλευτές. Ήθελαν να είναι κάπου κοντά, για να πάνε να δουν με το πρώτο φως της ημέρας τι έχει γίνει. Δεν ήθελαν να απομακρυνθούν».

Τα δύο του παιδιά δεν έχουν ξεπεράσει το σοκ.

«Το πρώτο διάστημα, τους πρώτους δύο μήνες, φάνηκε σαν να μην τους είχε επηρεάσει. Όσο περνούσε ο χρόνος, φαινόταν στη συμπεριφορά τους όλη αυτή η εικόνα που είχε περάσει στο μυαλό τους ότι ήταν έντονη. Από το βράδυ που δεν ήθελαν να μείνουν μόνοι τους, από τους εφιάλτες που έβλεπαν, από φοβίες που απέκτησαν, από συμπεριφορές, ακόμη και επιθετικές, που έβγαζαν».

Χρειάζεται χρόνος. Αυτό είναι που επαναλαμβάνει διαρκώς ο κ. Μπουρνούς. Χρόνος για να ξεπεράσεις όλα όσα βίωσες.

«Ψάχναμε στα χωράφια»

Ο Νίκος, από την πρώτη στιγμή, έσπευσε να βοηθήσει. Τόσο στην ξηρά, όσο και στη θάλασσα. Συμμετείχε σε δεκάδες επιχειρήσεις εντοπισμού αγνοουμένων. Βοηθούσε την πυροσβεστική, τον στρατό, το λιμενικό. Ήξερε την περιοχή και αυτό ήταν πολύτιμο.

«Εκείνες τις ημέρες, βρισκόμασταν όλοι μαζί στα στενά, όπου υπήρχαν θύματα. Ψάχναμε, επειδή ήξερα την περιοχή. Βγαίναμε στα χωράφια, όπου δίπλα υπήρχαν εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα. Ψάχναμε δικούς μας ανθρώπους, ξέραμε ότι τριγύρω θα υπήρχε κάτι δυσάρεστο και δυστυχώς το βρίσκαμε» θυμάται, μεταξύ άλλων.

«Βλέπαμε στα χωράφια καμένα ζώα. Ήταν κάτι σε πολύ σμίκρυνση και μαύρο. Καταλάβαινες ότι αυτό μπορεί να ήταν ένα γατί, ένα σκυλί. Οι πρώτες εικόνες που είδα, ήταν το κτήμα με τους πολλούς νεκρούς. Ήταν καμιά 20αριά απανθρακωμένα πτώματα». Πρόκειται για ανθρώπους που εγκλωβίστηκαν. Μπροστά βράχια και γκρεμός. Πίσω οι φλόγες.

Ένας παράδεισος πρασίνου

Παρ’ όλα αυτά… η ζωή συνεχίζεται.

«Δεν ξέρω αν θα επιστρέψουν αυτοί που έχουν φύγει, αλλά θα έρθουν άλλοι. Πουλήθηκαν κάποια οικόπεδα, κάποια μισοκαμένα σπίτια. Θα ανακυκλωθεί ο κόσμος, η περιοχή θα επανέλθει οπωσδήποτε σε μία φυσική κατάσταση, όπως ήταν πριν. Αλλά θέλει τον χρόνο του, και πολλή προσπάθεια από εμάς. Πρέπει να πολεμήσουμε να φτιάξουμε τον τόπο μας, όπως ήταν» είναι το μήνυμα που στέλνει ο κ. Ηλίας.

Τα προβλήματα είναι εδώ. Όμως, οι κάτοικοι δεν το βάζουν κάτω και προσπαθούν. Προσπαθούν να επιστρέψουν σε μία κανονικότητα. Όσοι έχουν μείνει, φυσικά.

Ο κ. Μπουρνούς εκφράζει την πεποίθηση ότι σταδιακά, όσοι έφυγαν, θα επιστρέψουν. «Έχουμε ακόμη δρόμο» παραδέχεται, από την άλλη. Παρότι αρκετά πράγματα έχουν γίνει, η προσπάθεια συνεχίζεται. «Δουλεύουμε, γιατί τα προβλήματα παραμένουν, θέλουν λύση».

Αυτό που προέχει και αποτελεί κοινή επιθυμία όλων, είναι ένα. Να γίνουν ξανά τα σπίτια των ανθρώπων. Να κατασκευαστούν ξανά. Να δοθούν οι άδειες και να ξεκινήσουν οι εργασίες. Να γίνει ξανά το Μάτι, όπως ήταν πριν.

Ένας παράδεισος πρασίνου.

sputniknews.gr

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.