Μάτι: Αυτή είναι η Μαργαρίτα Κίντατζη – Το 104 θύμα της φονικής πυρκαγιάς – «Δεν βγήκε ποτέ από τον εφιάλτη»

Για τη Μαργαρίτα Κίντατζη υπήρχε η ζωή πριν και μετά τη φωτιά στο Μάτι. Η πρώην συνοδός εδάφους της Ολυμπιακής Αεροπορίας ήταν ένας άνθρωπος «έξω καρδιά».

Οι συγγενείς της θυμούνται το δυνατό της γέλιο, τις μαζώξεις που οργάνωνε με οποιαδήποτε αφορμή, το πώς ερχόταν πάντα τελευταία στο τραπέζι γιατί όλο και κάτι ακόμη θα μαγείρευε.

Μετά την 23η Ιουλίου 2018, όμως, όλα άλλαξαν: η σταδιακή απόσυρση, η απότομη απώλεια βάρους, η παγίωση μιας καθημερινότητας με καφέ και τσιγάρο στο μπαλκόνι και το βλέμμα να ατενίζει. Δεν την καθόρισαν τόσο τα εγκαύματα στα πόδια της, ανεξίτηλα σημάδια της καταστροφής, όσο ένα τραύμα που κουβαλούσε τέσσερα χρόνια μέσα της, βουβό και αθέατο.

Την Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022 η Μαργαρίτα Κίντατζη πέθανε έπειτα από νοσηλεία πολλών εβδομάδων. Ηταν 69 ετών. «Προσπαθούσα να θυμηθώ την καθημερινότητά μας πριν από τη φωτιά και δυσκολευόμουν να βάλω σε μια σειρά τις αναμνήσεις μου από το πώς ήταν η ζωή μας», λέει στην «Κ» η κόρη της, Εύα Σιγανάκη. Μόλις έχει επιστρέψει από το αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας όταν τη συναντάμε, ήταν επιθυμία της μητέρας της αντί της ταφής να την οδηγήσουν εκεί. «Ηταν πολύ κοινωνική, της άρεσε να γλεντάει και να σπάει πιάτα», θυμάται. «Φίλες της που ήρθαν στην κηδεία έλεγαν πως ήταν μια γυναίκα με ανοιχτό μυαλό, η νοοτροπία της ήταν λίγο πιο μπροστά από την εποχή της».

Η Μαργαρίτα Κίντατζη γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Λυκαβηττό, σε ένα σπίτι όπου η εκτεταμένη οικογένειά της με τους πολλούς θείους και τα πολλά ξαδέρφια μοιραζόταν μια αυλή. Προτού εργαστεί στην Ολυμπιακή είχε ανοίξει μαγαζί με ρούχα και μετά τη συνταξιοδότησή της ασχολήθηκε με τη διακόσμηση, έφτιαχνε συνθέσεις με λουλούδια, ήθελε να καταπιάνεται με κάτι δημιουργικό.

Οι «ρίζες» στο Μάτι

Οι συγγενείς της μαζί με άλλα μέλη της Ενωσης Ορειβατών Φυσιολατρών είχαν αγοράσει το 1952 μια έκταση 14 στρεμμάτων στο Μάτι, σε έναν λόφο που αποκαλείται Ζούγκλα, περίπου μισό χιλιόμετρο μακριά από τη θάλασσα. Εκεί έφτιαξαν μια κατασκήνωση με 30 ξύλινους οικίσκους, για να περνούν Σαββατοκύριακα και καλοκαίρια. Η Κίντατζη ρίζωσε στην περιοχή. Αργότερα απέκτησαν μαζί με τον σύζυγό της ένα σπίτι στο Μάτι.

Η φωτιά τη βρήκε σε αυτή την κατασκήνωση, μαζί με συγγενείς και φίλους. Η διαφυγή από την κεντρική είσοδο ήταν αδύνατη. Μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο, κατηφόρισαν μια κακοτράχαλη πλαγιά αναζητώντας άλλη διέξοδο από το κτήμα, αλλά το όχημά τους σφηνώθηκε σε χαντάκι. Η κ. Σιγανάκη περιγράφει τη σκηνή όπως της έχει μεταφερθεί από άλλες μαρτυρίες. Η μητέρα της δεν μπόρεσε να βγει από τη θέση της, αποπροσανατολίστηκε πιθανότατα από την εισπνοή καπνού και έχασε τις αισθήσεις της. Βρέθηκε πεσμένη ανάσκελα, ο κορμός της ήταν μέσα στο αυτοκίνητο, τα πόδια της εξείχαν από τη μισάνοιχτη πόρτα και ακουμπούσαν στην πυρακτωμένη γη. Ενα από τα αδέρφια της είχε βρει νερό σε μια βάνα που λειτουργούσε ακόμη και ακουμπούσε στο πρόσωπό της μια βρεγμένη πετσέτα. Το σώμα της είχε γίνει βαρύ σαν μολύβι, δεν μπόρεσαν να τη σηκώσουν μέχρι να ανακτήσει τις αισθήσεις της.

Στον «Ευαγγελισμό» έφτασε έπειτα από πολλές ώρες, με θερμικά εγκαύματα που κάλυπταν το 15% του σώματός της, από τους μηρούς μέχρι τα ακροδάχτυλα. Χειρουργήθηκε επτά ημέρες αργότερα και το διάστημα της νοσηλείας της ξεπέρασε τον ένα μήνα. «Ηταν σε σύγχυση τον πρώτο καιρό στο νοσοκομείο. Μας εξήγησαν ότι οφειλόταν στην εισπνοή καπνού, ότι είχε κάτι σαν ντελίριο, ψυχωσικό επεισόδιο», λέει η κόρη της. «Επειτα από 20 ημέρες άρχισε να ξεθολώνει, να επικοινωνεί καλύτερα, να θυμάται».

Η κ. Σιγανάκη είχε παρατηρήσει από τότε τα πρώτα σημάδια άρνησης στη συμπεριφορά της μητέρας της. Αρνηση στο να προσπαθήσει να σηκωθεί από το κρεβάτι, να κάνει φυσιοθεραπείες, να φάει. «Ηταν κάτι μεταξύ φόβου και παραίτησης, ψυχολογικό, και σίγουρα συνδεόταν με το τραυματικό γεγονός», λέει. Ακολούθησε ενάμισης μήνας παραμονής σε κέντρο αποκατάστασης. Εκεί γνώρισε πιο λειτουργικό και νεότερο ηλικιακά κόσμο και κάπως βελτιώθηκε η εικόνα της. «Μπορούσε να επικοινωνήσει, να κάνει πλάκα. Εκεί βγήκε η κοινωνικότητα του χαρακτήρα της και πήρε τα πάνω της», τονίζει. Οι φυσιοθεραπείες συνεχίστηκαν και όταν επέστρεψε στο σπίτι. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου επτά μήνες για να κάνει τα πρώτα αυτόνομα βήματα στη γειτονιά, να αυτοεξυπηρετηθεί έστω και με αργούς ρυθμούς.

Το πρωί μετά τη φονική πυρκαγιά είχαν σπεύσει στο Μάτι ειδικοί ψυχικής υγείας μη κυβερνητικών οργανώσεων για να παράσχουν πρώτες βοήθειες ψυχολογικής παρέμβασης. Προσπαθούσαν μέσω της ενεργητικής ακρόασης να μειώσουν μια οξεία κατάσταση στρες ή θλίψης. Περπατούσαν στις γειτονιές, αναζητούσαν πληγέντες από πόρτα σε πόρτα και σε κάποιες περιπτώσεις είχαν εντοπίσει τότε ανθρώπους που πιθανότατα εμφάνιζαν πρόδρομα στοιχεία διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD), όπως εφιάλτες, διακεκομμένο ύπνο και έντονες αναβιώσεις του γεγονότος μέσα στην ημέρα. Ορισμένοι από τους ειδικούς που είχαν μιλήσει τότε στην «Κ» εξηγούσαν ότι δεν είναι απαραίτητο να αναπτύξουν παρόμοια συμπτωματολογία όλοι όσοι είχαν εκτεθεί άμεσα στις εικόνες της καταστροφής.

Την ημέρα της φωτιάς ο Δημήτρης Φιλιππής είχε βρεθεί μαζί με τη Μαργαρίτα Κίντατζη και άλλους συγγενείς τους στην κατασκήνωση. Εσπευσε να ζητήσει βοήθεια, οι φλόγες όμως τον πρόφτασαν. Πέρασε 78 ημέρες σε καταστολή στην εντατική του «Ευαγγελισμού» και έδωσε μεγάλο αγώνα για να επανέλθει. «Η Μαργαρίτα πριν και μετά τη φωτιά ήταν άλλος άνθρωπος», λέει. «Οι αναφορές της στο Μάτι ήταν ελάχιστες, το προσπερνούσε πολύ γρήγορα, το κράταγε μέσα της».

Ο Αντώνης Κυριακόπουλος, πλαστικός χειρουργός στον «Ευαγγελισμό», ήταν ένα από τα μέλη της ιατρικής ομάδας που υποδέχθηκαν στο νοσοκομείο τους εγκαυματίες και στο πρώτο δεκαπενθήμερο μετά τη φωτιά είχαν πραγματοποιήσει 39 χειρουργεία. «Ολοι οι ασθενείς υπέστησαν ψυχολογικό σοκ, κάποιοι δεν το ξεπέρασαν ποτέ. Το μέγεθος της καταστροφής δημιούργησε χειρότερο ψυχικό υπόβαθρο σε αυτούς τους ανθρώπους», λέει και χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα από τον πόλεμο: Είναι διαφορετικό όταν ένας στρατιώτης τραυματίζεται σε τυχαίο συμβάν, σε σχέση με κάποιον που επιζεί στο πεδίο της μάχης από μια αποδεκατισμένη διμοιρία.

Η Μαρίνα Καρύδα και ο Αλέξης Ανδρονόπουλος είχαν σταθεί εθελοντικά στο πλευρό περίπου 60 βαριά εγκαυματιών από την Ανατολική Αττική προσπαθώντας να καλύψουν τότε κενά της πολιτείας στη μετανοσηλευτική φροντίδα. Το 2021 δημιούργησαν την οργάνωση «Salvia», η οποία έχει σκοπό την πρόληψη του εγκαύματος και την υποστήριξη των εγκαυματιών. Μεταξύ των ασθενών που είχαν γνωρίσει από το Μάτι ήταν και η Κίντατζη.

«Προφανώς δεν είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος», λέει ο κ. Ανδρονόπουλος. «Το έγκαυμα σε ακολουθεί για πολλά χρόνια. Φαντάσου να μην μπορείς να κοιμηθείς το βράδυ από τη φαγούρα στο δέρμα που επουλώνεται. Σκέψου τον τρόμο που έζησαν εκείνη την ώρα, τον πόνο που βιώνουν». Πέρα από τα σωματικά τραύματα, οι πυρόπληκτοι της Ανατολικής Αττικής καλούνται να διαχειριστούν και αισθήματα θυμού και εγκατάλειψης. «Νιώθεις πληγωμένος, φέρεις το βάρος ότι σε άφησαν αβοήθητο», λέει η κ. Καρύδα.

Η Μαργαρίτα Κίντατζη είχε δεχτεί συμβουλευτική από ειδικούς, η οποία όμως δεν φάνηκε να αλλάζει ριζικά την κατάστασή της. Μετά και τη δεύτερη επέτειο της καταστροφής η εικόνα της επιδεινώθηκε. Η ξαδέρφη της, Μίνα Τσολάκη, λέει ότι την παρακινούσε να μιλήσει σε κάποιον ψυχολόγο. «”Εχω τις φίλες μου, μπορώ να τα λέω εκεί. Ξέρω ότι έχω κατάθλιψη αλλά το παλεύω”, μου έλεγε», θυμάται.

Σταδιακά μείωσε στο ελάχιστο τις ποσότητες που έτρωγε. «Ηταν μια γυναίκα που της άρεσε να μαγειρεύει, να ψωνίζει στην αγορά, στο σπίτι της υπήρχαν πάκοι με συνταγές», λέει για τη μητέρα της η κ. Σιγανάκη. «Μετά την 23η Ιουλίου 2018 άλλαξε η ψυχοσύνθεσή της, ο τρόπος που σκεφτόταν, το χαμόγελό της. Συνειδητοποίησα ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια γελούσε μηχανικά, σαν να ήταν κάπου αλλού, να μην είχε ενέργεια για να αισθανθεί τη χαρά. Είχα πολλά χρόνια να ακούσω το γέλιο της, το δυνατό. Ο καθένας μας με τον δικό του τρόπο προσπαθούσε να την κινητοποιήσει, να ζητήσει βοήθεια, ή να κάνει άλλα πράγματα που την ευχαριστούν. Είχε περάσει τόσος καιρός που στο μυαλό της είχε παγιωθεί μια κατάσταση και πλέον δεν είχε γυρισμό».

Η μητέρα της είχε ένα νευρολογικό σύνδρομο που αποκαλείται ιδιοπαθής τρόμος. Εμφάνιζε τρέμουλο στα χέρια. Μετά τη φωτιά αυτό εντάθηκε και δεν μπορούσε να σηκώσει εύκολα το κουτάλι χωρίς να τρέμει. Την είχε κουράσει και στενοχωρήσει αυτή η εξέλιξη, δεν ήταν όμως απαγορευτική στη σίτισή της. Οπως αναφέρει η κόρη της, ένας γιατρός είχε εξηγήσει ότι ο λόγος της επιδείνωσης ήταν κατά βάση ψυχολογικός, η μητέρα της όμως δεν αποδεχόταν ότι αυτή ήταν η αφετηρία. Εκανε τακτικά εξετάσεις αναζητώντας άλλη επιστημονική ερμηνεία.

Η υποθρεψία με τον καιρό ανέδειξε άλλα προβλήματα υγείας. Στα τέλη Ιουλίου μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, πρώτα στον «Ευαγγελισμό» και μετά στο «Σωτηρία», όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της. Λίγες ημέρες πριν από την εισαγωγή της είχε δει έναν ψυχίατρο, δεν πρόλαβε όμως να συνεχίσει τις συνεδρίες.

Για τους πυρόπληκτους του Ματιού η Μαργαρίτα Κίντατζη ήταν το 104ο θύμα της φωτιάς. «Είναι μια απώλεια που μπορεί να μη σχετίζεται με τη φωτιά άμεσα, είναι όμως απόρροιά της. Μια τέτοια καταστροφή σου αφήνει τεράστιο πόνο. Σε αλλάζει, σε ταρακουνάει. Πονάς γιατί χάνεις τους φίλους σου, το σπίτι σου, τη φύση σου. Οσοι το πέρασαν και το έζησαν τους έχει αφήσει κάτι πολύ τραυματικό», λέει η κόρη της. «Δεν το ξεχνάς ποτέ. Δεν ξεχνάς τη μυρωδιά».

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.