“Ο λόφος με το σιντριβάνι” του Άρη Αλεξάνδρου των εκδόσεων Πατάκη

Μια γυναίκα 34 χρονών κυκλοφορεί στην επαρχιακή της πόλη µε το ροζ φουστάνι της, το ροζ καπέλο και τη µαύρη οµπρέλα της, αν και δε βρέχει. Είναι η Μάρθα, η «αλαφροΐσκιωτη», η «λωλή», που βρίσκεται αντιµέτωπη µε την κακογλωσσιά του κόσµου. Κόρη δασκάλου, στα 17 της χρόνια, το 1943, ζούσε µε ενθουσιασµό την απελευθέρωση, έγραφε στους τοίχους συνθήµατα, µοιραζόταν τα όνειρα, την αγωνία και τον φόβο της γενιάς της, και µιλούσε «σάµπως µιλώντας να ανακάλυπτε τον κόσµο».

Τώρα, µόνη, ζώντας µε την ηλικιωµένη παραµάνα της, κάθεται σιωπηλή στο παγκάκι της και νιώθει τουρίστρια: «Κάθε απόγευµα κάνω τον γύρο της πόλεως και βλέπω όλα τα αξιοθέατα». Θαυµάζει όµως τους ταξιδιώτες, γιατί «οι ταξιδιώτες έχουν πάντα το θάρρος του άγνωστου. Περνούν. Δε µένουν. Δεν κρίνουν, ούτε θα κριθούν στο πέρασµά τους». Με έναν τέτοιο ταξιδιώτη, τον Βλάση, θα συναντηθεί η Μάρθα και, µε αυτόν τον «έρωτα της στιγµής», θα θελήσει να ζήσει ό,τι έχει στερηθεί επί χρόνια. Εν τέλει όµως δε θα επιβεβαιωθεί η πεποίθησή της πως «είµαστε όλοι ταξιδιώτες»…

Το σενάριο του Άρη Αλεξάνδρου (πρώτη έκδοση το 1977) στηρίζεται στο οµώνυµο θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, που γράφτηκε το 1959. Σε 130 πλάνα, κατακερµατίζοντας τον χρόνο, µε φλας µπακ, επαναλήψεις εικόνων και φωνές off, αναδηµιουργεί το θεατρικό έργο, βάζοντας τη σφραγίδα του δικού του βλέµµατος, παρότι, όπως σηµειώνει, «οι διάλογοι, εκτός από ελάχιστες αλλαγές ή προσθήκες και πολλές συντµήσεις, είναι του Γ. Ρίτσου».

Το 1972, ο Άρης Αλεξάνδρου, αυτοεξόριστος στο Παρίσι και ενώ τελειώνει το μοναδικό μυθιστόρημά του Το κιβώτιο (βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, εκδόσεις Σοκόλης,2004, σελ. 256), γράφει το σενάριο αυτό, «βασισμένο», όπως ο ίδιος σημειώνει, στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου. Επρόκειτο για το τελευταίο θεατρικό έργο του Ρίτσου, ο οποίος το είχε ολοκληρώσει μέσα σε έξι ημέρες το 1959 (26 Φεβρουαρίου-3 Μαρτίου) και, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, το είχε στείλει στον σκηνοθέτη Γιάννη Βεάκη, πολιτικό πρόσφυγα στο Βουκουρέστι, προκειμένου να μεταφραστεί στα ρουμάνικα, να εκδοθεί και να παρασταθεί. […]

Το 1977, στην Αθήνα, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Βέργος το σενάριο του Άρη Αλεξάνδρου (ακολούθησε το 1983 η έκδοση απότις εκδόσεις Ύψιλον). Το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, ωστόσο, δε θα εκδιδόταν στην Ελλάδα παρά μόλις το 1990 από τον Κώστα Νίτσο. […]

Το σενάριο του Αλεξάνδρου δεν έγινε ποτέ ταινία, ενώ το θεατρικό του Ρίτσου πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του δημιουργού του από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, για είκοσι πέντε παραστάσεις, τις οποίες παρακολούθησαν 2.254 θεατές, το 1988. Το θεατρικό έργο του Ρίτσου διασκευάστηκε πράγματι ελεύθερα από τον Αλεξάνδρου, ο οποίος αφαίρεσε τρία πρόσωπα του θεατρικού και πρόσθεσε τον Πάρη, νεαρό αντάρτη και νεανικό έρωτα της Μάρθας. […]

Η παρούσα έκδοση αποτελεί αναπαραγωγή σε μονοτονικό της έκδοσης των προηγούμενων πολυτονικών εκδόσεων, με απόλυτο σεβασμό στη γλώσσα και στο ύφος του συγγραφέα. Διορθώθηκαν μόνο προφανείς αβλεψίες και τυπογραφικά λάθη, ενώ διακριτικές υπήρξαν οι επεμβάσεις ως προς τη στίξη (π.χ., διαγραφή κομμάτων που χώριζαν το ρήμα από το υποκείμενο ή το αντικείμενό του, προσθήκη κομμάτων μετά τις κλητικές προσφωνήσεις) και τον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (π.χ., το συντριβάνι διορθώνεται σε σιντριβάνι, το είμουνα σε ήμουνα, το μαντήλι σε μαντίλι, το συχαίνομαι σε σιχαίνομαι κ.ο.κ.).

Από το ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ της Ελένης Κεχαγιόγλου

Ο ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (ψευδώνυµο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε το 1922 στο Λένινγκραντ, από πατέρα Έλληνα και µητέρα Ρωσίδα εσθονικής καταγωγής. Το 1928 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, αρχικά στη Θεσσαλονίκη —όπου ο Αλεξάνδρου πρωτοδιδάχτηκε την ελληνική γλώσσα— και από το 1930 στην Αθήνα. Το 1940 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυµνάσιο, όπου µαζί µε τον Ανδρέα Φραγκιά, τον Γεράσιµο Σταύρου και άλλους είχαν συγκροτήσει µια οµάδα µαρξιστικού προσανατολισµού. Έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών χωρίς επιτυχία, πέτυχε όµως στις εξετάσεις της ΑΣΟΕΕ, µαθήµατα της οποίας παρακολούθησε για δύο χρόνια, έως το 1942, οπότε άρχισε να εργάζεται ως µεταφραστής υιοθετώντας το όνοµα Άρης Αλεξάνδρου.

Στην Κατοχή υπήρξε µέλοςαντιστασιακής οργάνωσης που προσχώρησε στο ΕΑΜ Νέων, από την οποία αποχώρησε έναν χρόνο αργότερα διαφωνώντας µε τη συκοφάντηση συντρόφων του ως προδοτών. Κατά τα Δεκεµβριανά του 1944 τον συνέλαβαν οι αγγλικές στρατιωτικές αρχές και κρατήθηκε στο στρατόπεδο της Ελ Ντάµπα στη Λιβύη, από όπου επέστρεψε το 1945. Κατά τη διάρκεια του Εµφυλίου εξορίστηκε για τα πολιτικά του φρονήµατα στη Λήµνο, στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη (Ιούνιος 1948-Δεκέµβριος 1951). Τον Νοέµβριο του 1953 καταδικάστηκε ως ανυπότακτος και παρέµεινε έγκλειστος στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου ως το 1958. Το 1959 παντρεύτηκε µε την ποιήτρια και δηµοσιογράφο Καίτη Δρόσου και, αµέσως µετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967, εγκαταστάθηκε µαζί της στο Παρίσι, όπου έκανε ποικίλες χειρωνακτικέςεργασίες. Από το 1975 ο Αλεξάνδρου συνεργάστηκε και πάλι ως µεταφραστής µε ελληνικούς εκδοτικούς οίκους και περιοδικά. Πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1978, σε ηλικία 56 ετών.

Tο µυθιστόρηµά του Το κιβώτιο (Αθήνα 1966-Παρίσι 1972· Κέδρος, 1975) αποτέλεσε σταθµό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αξιοµνηµόνευτο είναι το ποιητικό του έργο, που διέγραψε την πορεία από τον στρατευµένο λόγο υπέρ του κοµµουνισµού στην έκφραση της απογοήτευσης για τη µαταιότητα του αγώνα.

Έργα του έχουν µεταφραστεί κυρίως στα γαλλικά, αγγλικά, γερµανικά, ιταλικά.

Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν επίσης τα δοκίµιά του (1937-1975) Έξω απ’ τα δόντια (2021), καθώς και η µετάφρασή του στο µυθιστόρηµα του Μαξίµ Γκόρκι, Οι Αρταµάνοφ (σειρά: sub rosa, 2018)

Άρης Αλεξάνδρου, Ο λόφος με το σιντριβάνι

ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το 1972, ο Άρης Αλεξάνδρου, αυτοεξόριστος στο Παρίσι και ενώ τελειώνει το μοναδικό μυθιστόρημά του Το κιβώτιο (βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, εκδόσεις Σοκόλης, 2004, σελ. 256), γράφει το σενάριο που μόλις διαβάσατε, «βασισμένο», όπως ο ίδιος σημειώνει, στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου. Επρόκειτο για το τελευταίο θεατρικό έργο του Ρίτσου, ο οποίος το είχε ολοκληρώσει μέσα σε έξι ημέρες το 1959 (26 Φεβρουαρίου-3 Μαρτίου) και, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, το είχε στείλει στον σκηνοθέτη Γιάννη Βεάκη, πολιτικό πρόσφυγα στο Βουκουρέστι, προκειμένου να μεταφραστεί στα ρουμάνικα, να εκδοθεί και να παρασταθεί. Σύμφωνα με τον Κώστα Νίτσο –που σε τέσσερις τόμους εξέδωσε τα θεατρικά άπαντα του Γιάννη Ρίτσου και με φροντίδα συνόδευσε τα κείμενα με κατατοπιστικά σημειώματα–, εν τέλει η μετάφραση του θεατρικού έργου διανεμήθηκε, εκτός εμπορίου, στη Ρουμανία ως το 132ο Δελτίο ενημέρωσης των θεατρικών παραγόντων της χώρας το 1970 και, χάρη σε εκείνη τη μετάφραση, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά επί σκηνής το 1977 στο Κρατικό Θέατρο της πόλης Σιμπίου στην Τρανσυλβανία. Την ίδια χρονιά, στην Αθήνα, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Βέργος το ομότιτλο σενάριο του Άρη Αλεξάνδρου. Το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, ωστόσο, δεν θα εκδοθεί στην Ελλάδα παρά μόλις το 1990 από τον Κώστα Νίτσο. Ο Γιάννης Ρίτσος, σε επιστολή του από την Αθήνα προς τον Άρη Αλεξάνδρου και τη σύντροφό του Καίτη Δρόσου, στις 19.Χ.72, μεταξύ άλλων εκδηλώνει τον ενθουσιασμό για το Κιβώτιο που ο Αλεξάνδρου σιγά σιγά ολοκληρώνει (θα εκδοθεί το 1974) και συμπληρώνει: «Ύστερ’ αυτά, δεν έχω καμιά διάθεση να μιλήσω ιδιαίτερα για το σενάριο που το βρίσκω γενικά πολύ καλό, μα κάπως περισσότερο “ποιητικό” απ’ όσο σηκώνει το θέμα του, και με κάποιες παραλείψεις σκηνών ουσιαστικών […]. Θαρρώ πως θα ’πρεπε να μείνουν κι ορισμένες χαρακτηριστικές φράσεις (όχι ολόκληροι οι θεατρικοί διάλογοι),όπως γύρω απ’ την έννοια της ζωής “ταξίδι”, που φωτίζουν απ’ τα μέσα το έργο. Πάντως, σου ξαναλέω, γενικά μου άρεσε πολύ κ’ είσαι ελεύθερος να το χρησιμοποιήσεις όποτε και όσο θέλεις» (βλ. Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε διασταύρωση: Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου, επιμέλεια-εισαγωγή-σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου, εκδόσεις Άγρα, 2008, σελ. 333). Στις 2 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, γράφει ο Αλεξάνδρου στον Ρίτσο σημειώνοντας: «Το σενάριο (κι ας λες) θα το ξαναδουλέψω με πρώτη ευκαιρία, σύμφωνα με τις υποδείξεις σου. Αυτό που με ανησυχεί ιδιαίτερα είναι ότι το βρίσκεις “περισσότερο ποιητικό απ’ όσο σηκώνει το θέμα του”. Πού ακριβώς είναι το λάθος; […] Μια διασκευή που δεν θα την εγκρίνεις απόλυτα δεν έχει για μένα καμμιά αξία» (βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος, ό.π.). Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου (2 Ιουλίου 1978), σε επιστολή του προς την Καίτη Δρόσου (Αθήνα, 19.ΧΙ.78), ο Ρίτσος σημειώνει: «Δεν έχω καμμιά απολύτως αντίρρηση να γυριστεί σε φιλμ το σενάριο του Άρη μας», απαντώντας μάλλον ως προς το θέμα στη Δρόσου που σε επιστολή της (Παρίσι, 9.11.78) του ανέφερε πρόταση της Έλενας Ναθαναήλ να γυριστεί σε ταινία το σενάριο, με την ίδια στον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας, της Μάρθας, και σημειώνει: «Εγώ θα κάνω ό,τι μου πεις. Αν δεν θέλεις να το δεις κινηματογραφικό έργο, δεν με νοιάζει, αν πάλι θες, θα πούμε ναι κατ’ αρχήν και
στην πορεία αποφασίζουμε. Θά θελα, χρυσέ μου, να μου απαντήσεις και στην περίπτωση που αρνείσαι το φιλμ» (βλ. Γιάννης Ρίτσος, ό.π., σελ. 370 και 401). Τελικά, το σενάριο του Αλεξάνδρου δεν έγινε ποτέ ταινία, ενώ το θεατρικό του Ρίτσου πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του δημιουργού του από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το 1988. Το θεατρικό έργο του Ρίτσου διασκευάζεται πράγματι ελεύθερα από τον Αλεξάνδρου, ο οποίος αφαιρεί τρία πρόσωπα του θεατρικού και προσθέτει τον Πάρη, τον νεαρό αντάρτη και νεανικό έρωτα της Μάρθας. Σε 130 πλάνα, ο Αλεξάνδρου, κατακερματίζοντας τον χρόνο, με φλας μπακ, επαναλήψεις εικόνων και φωνές off, αναδημιουργεί το θεατρικό έργο, βάζοντας τη σφραγίδα του δικού του βλέμματος, παρότι, όπως σημειώνει, «οι διάλογοι, εκτός από ελάχιστες αλλαγές ή προσθήκες και πολλές συντμήσεις, είναι του Γ. Ρίτσου». Η παρούσα έκδοση αποτελεί αναπαραγωγή σε μονοτονικό της έκδοσης των προηγούμενων πολυτονικών εκδόσεων, με απόλυτο σεβασμό στη γλώσσα και στο ύφος του συγγραφέα. Διορθώθηκαν μόνο προφανείς αβλεψίες και τυπογραφικά λάθη, ενώ διακριτικές υπήρξαν οι επεμβάσεις ως προς τη στίξη (π.χ., διαγραφή κομμάτων που χώριζαν το ρήμα από το υποκείμενο ή το αντικείμενό του, προσθήκη κομμάτων μετά τις κλητικές προσφωνήσεις) και τον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (π.χ., το συντριβάνι διορθώνεται σε σιντριβάνι, το είμουνα σε ήμουνα, το μαντήλι σε μαντίλι, το συχαίνομαι σε σιχαίνομαι κ.ο.κ.).

Ελένη Κεχαγιόγλου

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.