Γράφει σε ανάρτηση του ο Ηλίας Ταρναράς
ΤΑΡΙΧΑ – ΒΑΛΕΝΘΙΑ – ΡΑΦΗΝΑ: ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΑΝΤΙΔΡΟΥΝ ΟΡΓΙΣΜΕΝΑ ΟΤΑΝ «ΣΤΡΙΜΩΧΝΟΝΤΑΙ» ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΝ ΑΡΜΟΝΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ
Ο πλημμυρικός κίνδυνος κατά μήκος ενός ποταμού ή ρέματος ή και σε μια χαμηλή περιοχή, κατά κύριο λόγο δεν προκύπτει τόσο από τη σφοδρότητα του επεισοδίου βροχόπτωσης, ούτε καν από την κατάσταση και τις διαστάσεις του φορέα (φυσικού ή τεχνητού) που μεταφέρει την πλημμυρική παροχή. Σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από την ύπαρξη κτιρίων, υποδομών και δραστηριοτήτων εντός της κοίτης ή και κοντά σε αυτήν, αλλά και από την τρωτότητα των κατασκευών αυτών, σε σχέση με τα υδραυλικά χαρακτηριστικά της ροής (βάθος ροής, ύψος κατάκλυσης, ταχύτητα ροής, κλπ).
Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω τη διαχείριση πλημμυρικού κινδύνου κατά μήκος του ποταμού Guadalquivir στην Tarija της Βολιβίας και κατά μήκος του ρέματος Barranco del Poyo που πρόσφατα «έπνιξε», κυρίως, τα νοτιοδυτικά προάστια της Valencia. Με προβολή βέβαια της διαχείρισης πλημμυρικού κινδύνου στο Μεγάλο Ρέμα Ραφήνας, για τις υφιστάμενες και μελλοντικές συνθήκες λειτουργίας του.
Κατά μήκος του ποταμού Guadalquivir, παρά την κακή περιβαλλοντική του κατάσταση – δέχεται μεγάλη ποσότητα αστικών λυμάτων από τα προάστια της Tarija – εμφανίζεται χαμηλός πλημμυρικός κίνδυνος για τρεις λόγους:
1) η κοίτη του είναι φυσική, κατά μήκος του κέντρου της πόλης, με τις ελάχιστες δυνατές ανθρωπογενείς παρεμβάσεις.
2) τα πρανή της κοίτης καταλαμβάνονται από πυκνή βλάστηση που περιορίζει τη διαβρωτική ικανότητα του νερού, ώστε να αποφεύγονται οι καταπτώσεις των πρανών.
3) το σπουδαιότερο – ο ποταμός διαθέτει σημαντική παραποτάμια ζώνη, με πλάτος που φτάνει τα 200 μέτρα, ανάμεσα στην κοίτη και στην περιοχή ανάπτυξης των αστικών δραστηριοτήτων. Η παραποτάμια ζώνη καλύπτεται κυρίως από ψηλά δέντρα, ενώ εντοπίζονται μέσα σε αυτήν λίγες ελαφριές και πρόχειρες κατασκευές που χρησιμοποιούνται για την άθληση και την ψυχαγωγία των κατοίκων και δεν θα παρουσιάσουν ιδιαίτερα προβλήματα αν προκύψει πλημμυρισμός και αστοχία. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση ακραίας βροχόπτωσης, το καθαρά αστικό περιβάλλον προστατεύεται από τον πλεονάζοντα πλημμυρικό όγκο, καθώς αυτός θα κατακλύσει πρώτα την παραποτάμια ζώνη, η οποία προσφέρει σημαντική ικανότητα ανάσχεσης της πλημμύρας.
Αντίθετα, το ρέμα Barranco del Poyo παρουσιάζει πολύ υψηλό πλημμυρικό κίνδυνο, που αποδείχθηκε στην πράξη, με δεδομένο ότι:
1) η κοίτη του είναι μερικώς εγκιβωτισμένη, κυρίως στα πρανή, και περιορίζεται σημαντικά προκειμένου να παραχωρηθεί χώρος στις αστικές χρήσεις.
2) η έλλειψη πυκνής βλάστησης στα πρανή ευνοεί την υψηλή ταχύτητα ροής, που σε περίπτωση υπερχείλισης καθίσταται καταστροφική για τις παραρεμάτιες ιδιοκτησίες και δραστηριότητες.
3) το χειρότερο – ουσιαστικά δεν υφίσταται παραρεμάτια ζώνη αφού το έργο διευθέτησης του ρέματος «ακουμπά» σε οδικό δίκτυο και σε κτίρια κατοικιών ή επιχειρήσεων, ενώ η οικιστική πυκνότητα των προαστίων κατά μήκος του ρέματος είναι ιδιαίτερα υψηλή.
Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι ο υψηλός πλημμυρικός κίνδυνος οφείλεται πρώτιστα σε ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ και δευτερευόντως ΣΤΗΝ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ Ή ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ. Σε κάθε περίπτωση, η σημασία της παραποτάμιας / παραρεμάτιας ζώνης είναι καθοριστική, αφού πρόκειται για την περιοχή μετάβασης ανάμεσα στο ποτάμι / ρέμα και το αστικό περιβάλλον. Η ύπαρξη της, η έκταση και η μορφολογία της ουσιαστικά είναι οι παράγοντες που αυξάνουν ή μετριάζουν τον πλημμυρικό κίνδυνο για τις κατασκευές και τις δραστηριότητες της αστικοποιημένης ζώνης. Με άλλα λόγια, ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΑΝΤΙΔΡΑ ΟΡΓΙΣΜΕΝΑ ΟΤΑΝ ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΟΤΙ ΤΟ «ΣΤΡΙΜΩΞΑΝ» ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΑΦΗΣΑΝ ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙ ΑΡΜΟΝΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ.
Από τα παραπάνω γίνονται προφανείς οι επιπτώσεις από την υιοθέτηση του μοντέλου της Valencia στο Μεγάλο Ρέμα Ραφήνας, κυρίως στο ανάντη τμήμα του και στον κλάδο του Βαλανάρη. Οι υψηλές ταχύτητες ροής θα αντικαταστήσουν την προστασία των πρανών έναντι της διάβρωσης που παρέχει η πυκνή φυσική βλάστηση, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα πεύκα και τα πλατάνια του Βαλανάρη. Η πιθανή υπερχείλιση με υψηλές ταχύτητες ροής, ίσως καταστεί μοιραία για κατασκευές, ανθρώπους και δραστηριότητες κοντά στο ρέμα. Και το πιο εξωφρενικό, μέσω της διευθέτησης, θα χαθεί η δυνατότητα που διαθέτει σήμερα η παραρεμάτια περιοχή της Πετρέζας, όχι απλά να λειτουργεί ανασχετικά, αλλά και να εκτρέπει μεγάλο μέρος του πλεονάζοντος πλημμυρικού όγκου από τη φυσική κοίτη προς τα χωράφια της πεδιάδας των Σπάτων. Δημιουργούνται έτσι κάποια προσωρινά προβλήματα στις αγροτικές δραστηριότητες, περιορίζεται όμως σημαντικά ο κίνδυνος για την αστικοποιημένη περιοχή της Ραφήνας.
Τέλος, δεν ξέρω ποιος εγγυάται ότι στο μεγαλύτερο τμήμα του Μεγάλου Ρέματος, στα ανάντη και στο Βαλανάρη, όπου σήμερα εμφανίζεται μια μικρή ή μεγάλη παραρεμάτια ζώνη, αυτή δεν θα δώσει τη θέση της σε οικιστικές χρήσεις, μετά τη χάραξη μιας «στενής» ζώνης οριοθέτησης, σε συνδυασμό με τον καθορισμό νέων χρήσεων από ένα μελλοντικό Τοπικό Πολεοδομικό Σχέδιο;
Σε σχέση με τα κατάντη, η στενότητα της κοίτης και η σχεδόν παντελής έλλειψη παραρεμάτιας ζώνης καθιστά την κατάσταση ιδιαίτερα προβληματική, ιδιαίτερα αν υλοποιηθούν τα έργα στα ανάντη και καταργηθεί η μέχρι σήμερα ευεργετική επίδραση της Πετρέζας. Η «ανάκτηση» παραρεμάτιας ζώνης δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, με δεδομένο ότι υπάρχει μια αδυσώπητη πολεοδομική πραγματικότητα (όχι μόνο αυθαίρετων αλλά και εντός σχεδίου κατασκευών) και η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου δημιουργεί σοβαρά κοινωνικά ζητήματα. Γι’ αυτό και η προώθηση λύσης με δημιουργία ασφαλέστερων συνθηκών ροής εναπόκειται στη γενικότερη θεώρηση της αντιπλημμυρικής προστασίας από πλευράς Πολιτείας για λήψη ή όχι τολμηρών αποφάσεων, και αν ναι, χωρίς τη συνηθισμένη κοινωνική αναλγησία.
Με τα υπάρχοντα δεδομένα, στο «δύσκολο» αστικοποιημένο τμήμα του Μεγάλου Ρέματος δεν διαφαίνεται άλλη λύση πέρα από στοχευμένες παρεμβάσεις στην κοίτη, σε συνδυασμό με μέτρα ενίσχυσης και όχι κατάργησης του ανασχετικού ρόλου της Πετρέζας. Θα μπορούσαν να υλοποιηθούν και έργα ορεινής υδρονομίας που θα μειώνουν την παροχή και θα συγκρατούν τα φερτά, κυρίως στις μισγάγκειες της υπολεκάνης του Βαλανάρη, ενώ θα ήταν σκόπιμες και παρεμβάσεις ανάσχεσης, τοπικού χαρακτήρα, εντός των αστικοποιημένων ημιορεινών οικισμών του Δήμου μας.
Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικότερο είναι να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τα σημερινά δεδομένα. Να αλλάξει η φιλοσοφία σχεδιασμού και να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα. Η περίπτωση της Valencia χτύπησε ηχηρά τις καμπάνες και δεν μπορεί κανείς να προσποιείται ότι δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε.