Το σινεμά, όπως και πολλά πράγματα στην ζωή, είναι απλό. Όταν κατέχεις καλά αυτό που κάνεις και έχεις ξεκάθαρο όραμα του προϊόντος που θέλεις να προβάλλεις, στο τέλος της προσπάθειας σου η επιτυχία είναι δεδομένη.
Συγκεκριμένα, σε αυτή την περίπτωση η συνταγή της επιτυχίας είναι απλούστατη. Ένας ηθοποιός, μία αίθουσα, ένα τηλέφωνο, όλα αυτά ανακατεμένα σε μια εξαιρετικά δομημένη ιστορία και «μαγειρεμένα» από ένα δημιουργό, τον Γκούσταβ Μέλερ, που πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο συνυπογράφοντας μάλιστα και το σενάριο. Όπως γίνεται αντιληπτό μετά την ολοκλήρωση της προβολής, το μέλλον του Σκανδιναβού καλλιτέχνη προμηνύεται λαμπρό.
Βασικός πυλώνας της υπόθεσης είναι ο Άσγκερ που πραγματοποιεί την βάρδια του στο τηλεφωνικό κέντρο της Αστυνομίας για τα επείγοντα συμβάντα. Κανονικά, δεν ανήκει εκεί, αποκομμένος από τον έξω κόσμο, αλλά στον δρόμο μέσα στην δράση να κυνηγάει τους παράνομους εγκληματίες και να προστατεύει τους πολίτες. Η δουλειά γραφείου είναι προσωρινή λύση, καθώς εκκρεμεί μια δίκη εις βάρος του που θα κρίνει το μέλλον του στην υπηρεσία, φωτίζοντας το παρελθόν του κατά την εξέλιξη της ιστορίας. Είναι αυτός ο ένοχος ή όχι; Ο ίδιος νιώθει ήδη καταδικασμένος, εξαιτίας της βαρετής δουλειάς που του έχουν αναθέσει, αναγκάζοντας τον να απαντάει σε τηλεφωνήματα μεθυσμένων και λοιπών ανούσιων περιπτώσεων.
Όλα αυτά μέχρι να ακούσει στην άλλη γραμμή την Ίμπεν, μια γυναικεία φωνή που μιλάει κωδικοποιημένα, θέλοντας να ζητήσει έμμεσα βοήθεια και να δηλώσει την απαγωγή της από τον πρώην σύζυγο της, ο οποίος τώρα την οδηγεί φυλακισμένη στο βαν του προς άγνωστη κατεύθυνση. Αμέσως, ενεργοποιείται μέσα του το ένστικτο άμεσης δράσης, παρακάμπτοντας την τυπική διαδικασία, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την εύρεση και την διάσωση της γυναίκας. Ξεκινάμε, έτσι, να παρακολουθούμε ένα αστυνόμο όπου έχει μάθει να κινείται ανεξάρτητα μόνος του, αδιαφορώντας για την γραφειοκρατία με μοναδικό σκοπό του το αίσιο τέλος της υπόθεσης.
Η ταινία είναι «πάνω» στον χαρακτήρα του Άσγκερ έχοντας διττή σημασία, τόσο στην εξέλιξη της απαγωγής που διαδραματίζεται μέσω τηλεφώνου, όσο με το προσωπικό δράμα που ζει στην προσωπική αλλά και στην επαγγελματική του ζωή. Προσπαθεί να σώσει την απαχθείσα γυναίκα παράλληλα με την ζωή του που φαίνεται να έχει καταρρεύσει, εξαιτίας ενός γεγονότος που οδήγησε στην αυριανή δίκη του ή μήπως θέλει απεγνωσμένα να σώσει την γυναίκα ώστε αντισταθμίσει την ενοχή που νιώθει για όσα έχουν συμβεί στην ζωή του;
Ο Γκούσταβ Μέλερ, τοποθετώντας αριστουργηματικά την κάμερα του εναλλάσσοντας πλάνα και γωνίες λήψης εντός του κλειστού χώρου, παίζει με τον φωτισμό, ταιριάζοντας το ανάλογα με το εκάστοτε σημείο της ιστορίας, παραδίδει ένα masterclass πάνω στο χτίσιμο κινηματογραφικού σασπένς με δόσεις δράματος, απογειώνοντας το επονομαζόμενο είδος «ταινία δωματίου», βάζοντας την προσωπική του μοναδική υπογραφή.
Επίσης, πολλά εύσημα αξίζει και ο ηθοποιός Γιάκομπ Σέντεργκρεν με το άκρως κινηματογραφικά εκφραστικό πρόσωπο του με τα έντονα μάτια, τον τόνο της φωνής και τις κινήσεις του στον χώρο που αποδίδει στα μέγιστα το προφίλ του ήρωα που υποδύεται αριστοτεχνικά, κουβαλώντας την αγωνία και το δράμα της ιστορίας στους ώμους του.
Καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, καθόμαστε ουσιαστικά δίπλα του στο γραφείο και ζούμε την αγωνία μαζί του, όντας αβοήθητοι και έρμαια του σεναρίου και της κάμερας του Δανού δημιουργού μέχρι να φτάσουμε στην κατάληξη της απαγωγής και του ατομικού ταξιδιού του Άσγκερ. Η ταινία The Guilty αξίζει και κατακτά την αμέριστη προσοχή του κοινού, αποζημιώνοντας τον θεατή στον μέγιστο βαθμό μέσα από καθοριστικές ανατροπές κάνοντας να φτάσει στο σημείο να σταθεί μπροστά στην πόρτα της εξόδου μετά το τέλος της βάρδιας (προβολής), όπως ακριβώς ο Άσγκερ, έτοιμος να βγει έξω από αυτό που βίωσε τις προηγούμενες ώρες, παίρνοντας μαζί του τα αισθήματα και τις εμπειρίες που τον ακολουθούν και μετά το τέλος της ιστορίας, με το ερώτημα να παραμένει:
Τελικά ποιος είναι ο ένοχος;
Χρήστος Ιωάννου