Το σύνδρομο Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου, ή αλλιώς διαταραχή προσποίησης προκαλούμενη σε άλλον, αποτελεί μία μορφή κακοποίησης στην οποία ο «φροντιστής», ο οποίος σε ποσοστό 90-95% των περιπτώσεων, είναι η μητέρα, σκοπίμως προκαλεί (ή παραπλανητικώς αναφέρει στους γιατρούς) συμπτώματα ασθένειας στο πρόσωπο το οποίο φροντίζει έτσι ώστε το τελευταίο που συνήθως είναι το παιδί, να λάβει ιατρική βοήθεια η οποία, με κάποιο τρόπο, προσφέρει ικανοποίηση στον προκαλούντα αυτήν τη σωματικώς και ψυχικώς παθογενή κατάσταση.
Χαρακτηριστικό αυτών των περιπτώσεων είναι πως το άτομο που προκαλεί ή που ψευδώς αναφέρεται στην εκδήλωση ιατρικών συμπτωμάτων, συνήθως στο παιδί του, δεν αποσκοπεί σε κάποιο οικονομικό όφελος ούτε προσπορίζεται κάποιο εμφανές (πχ προνοιακό) ευεργέτημα από αυτή τη διαδικασία. Βάζοντας, όμως, το παιδί του στον ρόλο του αρρώστου υιοθετεί και η ίδια (μιας και όπως είπαμε το άτομο που προκαλεί την όλη νοσηρή κατάσταση είναι συνήθως η μητέρα) τον ψευδορόλο του γονιού ενός άρρωστου παιδιού, με όλη τη φροντίδα, το ενδιαφέρον, τη συμπόνια και την προστασία του περίγυρου που αυτό συνεπάγεται. Ταυτόχρονα, εξασφαλίζει ένα είδος ιδιότυπης «εξαίρεσης» από τις συνήθεις ευθύνες και μέριμνες της καθημερινότητας, αφού όλα πλέον επικεντρώνονται γύρω από την «αρρώστια» του παιδιού, στην οποία φέρεται αποκλειστικώς να εστιάζει, συζητώντας, μάλιστα, εκτεταμένως για αυτήν και συχνά παρέχοντας, σχοινοτενώς, πλήθος ιατρικών λεπτομερειών και πτυχών του ψευδούς ιστορικού καθώς οι δράστιδες είναι συχνά άτομα που έχουν κάποια σχέση με τον χώρο των υπηρεσιών υγείας ή συναφή εκπαίδευση, σε ποσοστό που αναφέρεται γύρω στο 17% και άρα έχουν κάποιες γνώσεις τις οποίες χρησιμοποιούν στρεβλά στη πρόκληση ή στην ψευδοπεριγραφή κλινικής συμπτωματολογίας.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί πως, παρότι η κατάθλιψη ή κάποια διαταραχή προσωπικότητας έχουν αναφερθεί σε ποσοστό 9% και 7%, αντιστοίχως, μεταξύ των δράστιδων, το γεγονός πως το συγκεκριμένο σύνδρομο, συμπεριλαμβάνεται στα Διαγνωστικά Εγχειρίδια της Ψυχιατρικής, υπό τον όρο «Διαταραχή προσποίησης προκαλούμενη σε άλλον», δεν αποτελεί ικανή συνθήκη συγκρότησης ψυχιατρικής νόσου που μπορεί να θεμελιώσει ακαταλόγιστο ή μειωμένο καταλογισμό, στις περιπτώσεις –μάλιστα- που έχουμε θανατηφόρα κατάληξη, όπως συμβαίνει, δυστυχώς, στο 12% των θυμάτων. Δεν θα πρέπει, μάλιστα, να συγχέεται, επ ουδενί λόγω, με παιδοκτονικές ενέργειες που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο ψυχωτικών εκδηλώσεων ή με περιπτώσεις της λεγόμενης «αλτρουστικής αυτοκτονίας» όπου ο γονιός στερεί τη ζωή των παιδιών του για να τα «λυτρώσει» από έναν ζοφερό και ανέλπιδου κόσμο και εν συνεχεία αυτοκτονεί και ο ίδιος εξαιτίας βαριάς καταθλιπτικής διαταραχής. Το ποσοστό, μάλιστα, μητέρων με αυτή τη διάγνωση του «Συνδρόμου Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου» που οδηγείται στην αυτοκτονία καταγράφεται μόνον στο 1% των περιπτώσεων, ενώ από τη στιγμή που αυτή η σύνθετα κακοποιητική προς το παιδί συμπεριφορά, θα παρατηρηθεί έστω μία φορά, είναι σύνηθες να επαναλαμβάνεται στα 3/4 των περιπτώσεων.
Σε ποσοστό 36% συνυπάρχουν ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, ενώ συχνό είναι τόσο το οικογενειακό ψυχιατρικό ιστορικό όσο και το ιστορικό παιδικής κακοποίησης στην ίδια τη δράστιδα. Τα άτομα αυτά που φτάνουν στο σημείο να προκαλούν ιατρικά συμπτώματα σε κοντινά τους πρόσωπα, με τα οποία η σχέση θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από τους συναισθηματικούς προσδιοριστές της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας, ιδιαίτερα δε όταν αυτά είναι τα ίδια τους τα παιδιά, χαρακτηρίζονται από σημαντικά προβλήματα στο «σχετίζεσθαι» τόσο με τους άλλους όσο και με τον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς μέσα από αυτή τη νοσηρή τους αλληλεπίδραση με το ίδιο το παιδί, τους γιατρούς που προσπαθούν ατελέσφορα να διαγνώσουν παθολογικά αίτια πίσω από αυτή την εξακολουθητική εκδραμάτιση μιας ανύπαρκτης ή προκαλούμενης νόσου, τον κοινωνικό περίγυρο που σπεύδει προς υποστήριξη, καθώς και μέσα από την ατέρμονα εμπλοκή με τις νοσοκομειακές υπηρεσίες, καλύπτουν το αίσθημα του εσωτερικού τους κενού και την παθολογική τους ανάγκη για προσέλκυση της προσοχής και του ενδιαφέροντος.
Η διαταραχή αυτή είναι υπεύθυνη για 1000 περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης που καταγράφονται ετησίως, επί συνόλου 3.000.000 περιστατικών κάθε μορφής παιδικής κακοποίησης. Αυτό σημαίνει πως δεν θα πρέπει να μένουμε μόνο στα κοινωνικά αντανακλαστικά ευαισθησίας που διεγείρουν τέτοιες περιπτώσεις οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας, κυρίως λόγω των πολύπλοκων ιατρονομικών πτυχών και των δυσεξιχνίαστων αστυνομικών λεπτομερειών που τις συνοδεύουν, αλλά, έστω και με αυτές τις τραγικές αφορμές να κινητοποιούμαστε, ως ενεργοί πολίτες, ως επιστημονικοί και κοινωνικοί φορείς και πάνω από όλα ως άνθρωποι, για μια υπεύθυνη και συνολική προσέγγιση, πρόληψη και αντιμετώπιση του δραματικώς ογκούμενου φαινομένου της παιδικής κακοποίησης σε έναν κόσμο που, στην παρούσα φάση, έχει ανάγκη, περισσότερο από ποτέ, να προστατέψει το μέλλον του και να επενδύσει με αίσθημα αισιοδοξίας και ευθύνης σε αυτό, δηλαδή στα ίδια τα παιδιά που το προσωποποιούν και θα το πραγματώσουν.
*Ο Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD, είναι Ψυχίατρος – Διδάκτωρ του Παν/μίου Αθηνών, Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ και Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας
ygeiamou.gr