Αυθεντικός Μαραθώνιος: Η συγκλονιστική ιστορία πίσω από την 88χρονη γιαγιά που έγινε Viral

Σε ένα πεζοδρόμιο στη Μεσογείων, στη γειτονιά της, στάθηκε για 3,5 ώρες και εμψύχωνε όλους τους δρομείς του Κλασικού Μαραθωνίου που πέρναγαν από μπροστά της. Με αντίχειρες σπασμένους και με όση δύναμη είχε, κουνούσε τα χέρια της και χειροκροτούσε με ενθουσιασμό όσους έτρεχαν.

Δεν πήγε σε αυτό το σημείο της διαδρομής επειδή ήταν κοντά στο σπίτι της. Αλλωστε, όπως λέει, και πιο μακριά να ήταν πάλι θα έβγαινε να τους δει.

 

Πάνε χρόνια που υποσχέθηκε στην κόρη της, που έπασχε από καρκίνο, πως μόλις ξεπεράσει την ασθένεια, θα λάβει μέρος στον αγώνα και θα τρέξει τον Μαραθώνιο για εκείνη. Τελικά δεν έτρεξε ποτέ γιατί την έχασε. Βγήκε όμως στον δρόμο για να δει τους άλλους να δίνουν τον δικό τους αγώνα και να παλεύουν με τις δυνάμεις τους. Περίπου εικοσιπέντε χρόνια κρατά αυτή την παράδοση. Φέτος όμως χάρη στον φωτογράφο Γιώργο Μασχαλίδη, που απαθανάτισε αυτή τη γλυκιά στιγμή, η εικόνα της 88χρονης γιαγιάς έκανε τον γύρο του διαδικτύου και άγγιξε πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμο.

Η κυρία Μαίρη στο μικρό της κατάστημα με τα αμπαζούρ, το οποίο εξακολουθεί να επισκέπτεται καθημερινά παρότι έχει βγει στη σύνταξη.

Την Κυριακή, όπως και κάθε μέρα, η Μαίρη Φέξη πέρασε πρώτα από το μαγαζί της. Στο βάθος του έχει στήσει ένα κουζινάκι. Μία κατσαρόλα, ένα τηγάνι και μία μικρή εστία γκαζιού στριμωγμένα και πεταμένα στο πάτωμα. Εκεί μαγειρεύει το φαγητό της. Εφτιαξε κοκκινιστό, κουβέντιασε με δύο φίλους που πέρασαν να την καλημερίσουν και βγήκε για τη βόλτα της στους δρόμους που είχαν κλείσει. Επέλεξε να σταθεί σε ένα σημείο, που την έλουζε ο ήλιος. Και όταν κάποιοι της πρότειναν να την περάσουν στην απέναντι πλευρά για να μην τη «χτυπά», εκείνη δεν θέλησε να μετακινηθεί για να μη χάσει κανέναν.

«Τη χαίρομαι αυτή τη νεολαία. Αυτή με κάνει να βγαίνω στους δρόμους», λέει στην «Κ».

«Σαν παιδιά μου τους είχα όσους έτρεχαν, τους φώναζα “μπράβο, μπράβο’’ και στους ξένους έλεγα “και του χρόνου’’ στα λίγα αγγλικά που είχα μάθει και θυμόμουν. Και εκείνοι όταν με έβλεπαν μου φώναζαν “γιαγιά, γιαγιά’’. Σταμάταγαν για λίγο, με αγκαλιάζανε, με φιλούσαν και συνέχιζαν να τρέχουν. Είναι πολύ δυνατοί όλοι αυτοί. Τη χαίρομαι αυτή τη νεολαία. Αυτή με κάνει να βγαίνω στους δρόμους», λέει στην «Κ».

Σε νεαρή ηλικία με τις φίλες της.

Στα νιάτα της υπήρξε και εκείνη αθλήτρια στο άλμα εις μήκος και τους κρίκους. «Πρώτη έβγαινα στους σχολικούς αγώνες», λέει με υπερηφάνεια την ώρα που θυμάται τα ανέμελα παιδικά χρόνια στις αλάνες της Καισαριανής. Δεν κράτησαν όμως πολύ. Γρήγορα πέρασαν στη λήθη. Το ξέσπασμα του πολέμου τη βρήκε στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. «Επτά χρονών ήμουν και τα θυμάμαι όλα. Κάθε βράδυ στο Σκοπευτήριο ακούγαμε κραυγές από τα βασανιστήρια στα παλικάρια που βάζαν την πατρίδα και τη λευτεριά πάνω από τη ζωή τους. Συχνά ακούγαμε και τους πυροβολισμούς από τις εκτελέσεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο τον Οκτώβρη του ′44 που φεύγαν οι Γερμανοί και δεν θα ξανάκουγα ποτέ τη σιχαμένη μπότα τους στην άσφαλτο, μ’ εκείνο το βάδισμα της χήνας που έκανε τα πεζοδρόμια να τραντάζονται».

«Είκοσι πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε που έχει φύγει. Αν ξαναγύριζε όμως πάλι αυτόν θα διάλεγα», εξομολογείται, ενώ ψάχνει μία φωτογραφία του συζύγου της.

Δύσκολα χρόνια, χωρίς φαγητό, χωρίς παιχνίδι, χωρίς χαμόγελο. «Δεν είχαμε να φάμε. Ζούσαμε στην Καισαριανή, δυο βήματα από τον άχτιστο κι άκαυτο ακόμα Υμηττό και δεν υπήρχε ούτε ένα χορταράκι στο χώμα που να τρώγεται, τα μάζευαν όλα από τα χαράματα. Και τις βρούβες και τα αγριοσινάπια και τις τσουκνίδες, τίποτα δεν έμενε για μας. Η μάνα μου με έπαιρνε να πάμε στην Ανθούσα σε κάτι ρεματιές που εκείνη ήξερε να βρούμε εκεί κάνα ραδικάκι να γεμίσει το στομάχι μας. Και ό,τι δεν τρώγαμε τα πουλούσαμε στη λαϊκή. Εκεί θυμάμαι ήταν δύο Γερμανοί με όπλα να χτυπούν ένα νέο παλικάρι, να το ματώνουν και να το βάζουν πάνω στο αυτοκίνητο. Μου έχουν μείνει αυτές οι εικόνες…»

Ξεφυλλίζοντας το «άλμπουμ» της ζωής της.

«Ο χειρότερος πόλεμος όμως ήταν ο εμφύλιος, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν συνέχεια στη φυλακή. Τον παίρνανε γιατί ήταν αριστερός. Κάθε φορά που ακούγαμε τις οβίδες, τρέχαμε με τα πόδια να γλιτώσουμε. Από την Καισαριανή, πήγαμε στον Βύρωνα και από εκεί ένα βράδυ στην Καλλιθέα γιατί εκεί υπήρχε καταφύγιο. Και όταν γυρίζαμε, περνούσαν από μπροστά μας αυτοκίνητα με φαντάρους. Μέσα είχαν και τον πατέρα μου. Οταν μας είδε στο δρόμο, μας φώναζε “στο σπίτι έχω γαλέτες και ένα γλυκό”. Οι γαλέτες βέβαια ήταν όλο μαμούνια αλλά τις τρώγαμε γιατί πεινούσαμε», θυμάται.

Δεκατριών χρονών σταμάτησε το σχολείο, όταν την έστειλε η μητέρα της να γίνει μοδίστρα.

Σχολείο πήγε μέχρι την Πρώτη Γυμνασίου. «Τότε δίναμε τη σχολική εισφορά. Δεν είχαμε χρήματα και έτσι το σταμάτησα». Δεκατριών χρονών την έστειλε η μητέρα της να γίνει μοδίστρα. Λεφτά όμως δεν της έδιναν. Δεν είχε χρόνο να περιμένει ούτε υπομονή. Είχε ανάγκη τα χρήματα και έτσι αποφάσισε να φύγει. Βρήκε μία θέση σε μαγαζί με αμπαζούρ. Από την πρώτη στιγμή κάθισε δίπλα στον τεχνίτη και γρήγορα έμαθε να τα φτιάχνει και εκείνη. Από τότε δεν άλλαξε δουλειά. «Πόσες φορές είπα καλά που δεν είχα λεφτά και έμαθα αυτή τη δουλειά και έφαγα ψωμί».

«Πόσες φορές είπα καλά που δεν είχα λεφτά και έμαθα αυτή τη δουλειά και έφαγα ψωμί», λέει.

«Σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια από κάπου να πιαστείς χρειαζόταν. Μια τέχνη να ήξερε το χέρι σου και την έβρισκες την άκρη». Εργάστηκε σε διαφορετικά μαγαζιά και από όλα κάτι έπαιρνε. Ο κόπος της είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται, μία κουβέντα όμως την ξεσήκωσε. «Είσαι γεννημένη αφεντικό. Μεγάλη μαστόρισσα», της είπε κάποτε ένας εργοδότης της και από τότε έβαλε στόχο να ανοίξει το δικό της μαγαζί. Δύο δουλειές έκανε για να μαζέψει λεφτά. Το πρωί στο μαγαζί και το βράδυ καθάριζε σκάλες και κατώφλια σε μεσοαστικές κατοικίες στην Πατησίων. Και τα παιδιά της τα φύλαγε μια γειτόνισσα, όσο εκείνη έλειπε από το σπίτι. Ετσι κατάφερε να ανοίξει το δικό της μαγαζί μαζί με τον άντρα της. «Είκοσι πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε που έχει φύγει. Αν ξαναγύριζε όμως πάλι αυτόν θα διάλεγα», εξομολογείται, ενώ ψάχνει μία φωτογραφία του.

Ενα ισόγειο, με τέσσερις πάγκους και εκατοντάδες αντικείμενα απλωμένα. Παλιά αμπαζούρ, φτιαγμένα από τα χέρια της με χάρτες, με φωτογραφίες, με ζωγραφιές.

Στα 88 της εξακολουθεί να πηγαίνει καθημερινά στο μαγαζί της. Να το τακτοποιεί και να το ξεσκονίζει σαν να είναι ανοιχτό. Παρότι το έκλεισε και συνταξιοδοτήθηκε, παραμένει το αποκούμπι της. Είναι ισόγειο, με τέσσερις πάγκους και εκατοντάδες αντικείμενα απλωμένα. Παλιά αμπαζούρ, φτιαγμένα από τα χέρια της με χάρτες, με φωτογραφίες, με ζωγραφιές. Και δυο τρεις αντίκες που τις είχε από τότε που ήταν καινούργιες. Περιουσία, όπως η ίδια εξομολογείται, δεν κατάφερε να κάνει. Δεν τη νοιάζει όμως αυτό. Είναι ευτυχισμένη γιατί τα παιδιά της δεν στερήθηκαν τίποτα. Τώρα πια έχει ανάγκη μόνο από συντροφιά. Να περνάνε φίλοι, γνωστοί και γειτόνισσες κι εκείνη να ανοίγει διακριτικά και να τους καλωσορίζει. «Οταν έχω κόσμο στο μαγαζί, έχω κόσμο και στην ψυχή μου και με κόσμο η ψυχή μου είναι πάντα ανοιχτή» ήταν τα λόγια της γιαγιάς Μαίρης, που σημάδεψε τον φετινό Μαραθώνιο.

«Οταν έχω κόσμο στο μαγαζί, έχω κόσμο και στην ψυχή μου και με κόσμο η ψυχή μου είναι πάντα ανοιχτή».

kathimerini.gr

 

 

 

 

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.