Το «Δελτίον Εγκλημάτων» του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» φέρνει στο φως εγκλήματα, σήμερα άγνωστα, που όμως κάπου στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη.

Στις γραμμές που ακολουθούν, το μόνο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, είναι τα ονόματα των θυτών και των θυμάτων. Αυτά τα έχουμε αντικαταστήσει με ψευδώνυμα.

Τα γεγονότα, όμως, οι πράξεις, οι αντιδράσεις, το μίσος, ο φόβος, το πάθος και όσα συνέθεσαν τα δράματα, που άφησαν κάποτε την Ελλάδα με το στόμα ανοικτό, είναι πέρα για πέρα αληθινά.

«ΤA NEΑ», 7.8.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

«Έχασα τον κόσμο»

Στις 2 Μαρτίου 1954, μπροστά στην έδρα του Κακουργιοδικείου Αθηνών, στέκεται με δυσκολία όρθια μια 22χρονη γυναίκα, η Στέλλα Μανωλάκη. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ξεκινάει να μιλά:

«Το βράδυ της 5ης Αυγούστου (σ.σ. του 1953) ξεκινήσαμε μαζί με τον μνηστήρα μου από την πλατεία Κάνιγγος και επήγαμε στη Βουλιαγμένη. Όταν φθάσαμε εκεί ανάψαμε ένα κερί στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και κατόπιν από ένα μονοπάτι φθάσαμε στο μέρος όπου έγινε το έγκλημα.

»Ο Θόδωρος είχε πονοκέφαλο από το πρωί και όταν καθήσαμε του έκανα μασάζ στον λαιμό. Μιλούσαμε χαμηλόφωνα. (…) Είμαστε ξαπλωμένοι πρόσωπο με πρόσωπο και εγώ είχα γείρει απάνω του. Αυτός με φιλούσε.

»Ξαφνικά άκουσα κάτι σαν κεραυνό. Έχασα τον κόσμο. Νόμιζα ότι είχα σκοτωθή. Άρχισα να καλώ εις βοήθειαν. Είδα τον αγαπημένο μου πλημμυρισμένο στα αίματα να γέρνη το κεφάλι του επάνω μου.

(…)

»Όταν μας επυροβόλησε ούτε “ωχ” δεν πρόφθασε να πη ο Θόδωρος. Εγώ κουλουριάστηκα και άρχισα να φωνάζω. (…) Ήμουν σαν τρελλή και φώναζα. Δεν είχα διαπιστώσει ότι ήταν νεκρός. (…)

»Σαν ειρωνεία εις την τραγωδία μου ερχόταν από μακρυά ένα τραγούδι από ραδιόφωνο. Τότε μερικά βήματα πιο πέρα είδα μια σκιά.

»Ήταν ένας άνδρας που δεν διέκρινα τα χαρακτηριστικά του και τον κάλεσα να βοηθήση. Εκείνος όμως έφυγε. Με κυρίευσε μια φοβερή απελπισία. Δεν ήξερα τι να κάνω και όμως έπρεπε να τον σώσω. Προσπαθούσα να θυμηθώ απ’ όσα είχα δη στον κινηματογράφο τι κάνουν σε παρόμοιες περιπτώσες. Σήκωσα το πόδι του και το άφησα. Έπεσε βαρειά στο χώμα. Κατάλαβα πως ήταν νεκρός.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.3.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Μόνη στο σκοτάδι

»Ήμουν μόνη, μέσα στο σκοτάδι σ’ αυτή την ερημιά με πεθαμένο τον άνθρωπο που αγαπούσα περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο.

»Πνιγόμουνα από τους λυγμούς αλλά φώναζα με την ελπίδα ότι κάποιος θα έτρεχε να μας βοηθήση.

»Τότε μονάχα κατάλαβα ότι και εγώ είχα τραυματισθή. Δυνατοί πόνοι μου παρέλυαν το κορμί. Αυτήν ακριβώς την στιγμήν είδα κάποιον με στρατιωτικό παντελόνι και χακί πουκάμισο που κρατούσε ένα μπογαλάκι στο χέρι να βγαίνη από το σκοτάδι και να με πλησιάζη.

»Επειδή εγώ ήταν αδύνατον να κινηθώ, τον παρεκάλεσα να σκύψει να δη τι κάνει ο Θόδωρος. Εκείνος πραγματικά έσκυψε και έπιασε τον σφυγμό του.

“Ζη ακόμα” μού είπε… “Άφησέ τον όμως αυτόν να δούμε τι θα γίνη με σένα”.

»Mε έπιασε από την μέση  και προσπάθησε να μ’ ανασηκώση αλλά δεν μπόρεσε. Του είπα να φωνάξη να έρθουν να μας βοηθήσουν. Εκείνος δεν απάντησε, πήρε την τσάντα μου και έφυγε. Μετά ήρθαν οι άλλοι. Είχα τραυματισθή στο κεφάλι και στην σπονδυλική στήλη. Πενήντα μέρες πάλαιψα με τον θάνατο στο νοσοκομείο. Ακόμα κρατιέμαι με ενέσεις. (…)

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.3.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο δολοφόνος επιστρέφει

»Ο δολοφόνος επανήλθε αργότερα διά να κλέψη. Θα έπαιρνε και το δακτυλίδι του μνηστήρος μου, αλλά δεν έβγαινε εύκολα από το δάκτυλό του.

»Ο κατηγορούμενος ήκουσε θόρυβον και έφυγε. Ήταν οι χωροφύλακες που επλησίαζαν κρατώντας μία λάμπα θυέλλης εις τα χέρια. Φώναζαν.

Πού είσθε να ρθούμε να σας βρούμε”.

»Ο δολοφόνος φοβήθηκε άρπαξε την τσάντα και εξηφανίσθη. Την χωροφυλακή την είχε ειδοποίησει ένα ζευγάρι που πέρασε κοντά μας και είδε την κατάστασίν μας».

Ο θύτης και το ζευγάρι

Ποια όμως ήταν τα δύο θύματα; Ο νεκρός Θόδωρος Δεμερτζής και η βαριά τραυματισμένη Στέλλα Μανωλάκη; Ο Τύπος είχε κάνει την προσωπική τους ζωή φύλλο και φτερό.

Γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 7ης Αυγούστου 1953:

«Η ζωή των δύο θυμάτων εξερευνήθη από όλας τας πλευράς. Ο Δέμερτζης, υπάλληλος ενός κεντρικού καταστήματος πωλήσεως κρυστάλλων, ως φαίνεται, είχεν ερωτικάς περιπέτειας, πρν γνωρίση την Μανωλάκη, την οποίαν είναι θετικόν ότι ηγάπα ειλικρινώς και είχεν αποφασίσει να την κανη σύζυγόν του.

»Εις την ζωήν της Μανωλάκη δεν προέκυψεν ότι υπήρχεν άλλος άντρας. Είναι μια σεμνή εργαζόμενη κοπέλλα που εξετιμάτο από όλους τους συναδέλφους στην τράπεζα».

Ως βασικός ύποπτος για τη δολοφονική επίθεση, συνελήφθη και εν συνεχεία προφυλακίστηκε ο 32χρονος υδραυλικός Μανώλης Σταματόπουλος.

Γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 9ης Σεπτεμβρίου 1953:

«Υπό των οργάνων της Χωροφυλακής, είχε συλληφθή προτινος ένας υπόπτος από τους διεστραμμένους εκείνους τύπους, οι οποίοι παρηκολούθουν εκ συστήματος τας ερωτικάς περιπτύξεις των συχναζόντων εις την περιοχήν της Βουλιαγμένης ζευγών».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.3.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Κι άλλα θύματα

Στη δίκη, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1954, εκτός της 22χρονης Στέλλας κατέθεσαν, ως μάρτυρες κατηγορίας και το ζεύγος Καραγιώργη, το οποίο στο παρελθόν είχε και αυτό δεχθεί επίθεση στο Καβούρι από τον κατηγορούμενο Σταματόπουλο και μάλιστα με χειροβομβίδα.

Λέει η Ελευθερία Καραγιώργη:

«Είχαμε ξαπλώσει κοντά στη θάλασσα. Εγώ εδιάβαζα ένα περιοδικό, ενώ ο αρραβωνιαστικός μου κάπνιζε τσιγάρο. Ξαφνικά ακούσαμε να πέφτη κάτι σαν πέτρα κοντά μας. Ο Μιχάλης γύρισε και είπε: “Ποιος πετάει πέτρες”. Την ίδια στιγμή εξερράγη η χειροβομβίς.

»Τραυματισθήκαμε και μας πήγαν στα Λ.Ο.Κ. (…) Τα θραύσματα θα με κτυπούσαν στο κεφάλι (…) Σώθηκα επειδή ήταν μπροστά ο αρραβωνιαστικός μου, ο οποίος ετραυματίσθη από τα θραύσματα στα πλευρά»

Η δράση του Σταματόπουλου ήταν τόσο βίαιη και τόσο συχνή που σιγά σιγά έγινε γνωστό πως το συγκεκριμένο σημείο στο Καβούρι, ήταν πια επικίνδυνο για ζευγάρια.

«Εξετάζεται κατόπιν η μάρτυς Αναστασία Δράκου, σύζυγος του διατηρούντος εις το Μικρό Καβούρι κέντρον Ι. Δράκου. (…) Τα επεισόδια αυτά ετρομοκράτησαν τα ερωτικά ζεύγη και το κατάστημα του συζύγου της δεν εργάζεται πλέον όπως πρώτα.

–       Τώρα δεν έρχονται ζευγάρια;

–       Πεινάμε. Δεν έχω να δώσω ψωμί στα παιδιά μου. Μάς κατέστρεψε ο κακούργος. Περνάμε χειμώνα του 1941».

Έκθεση αυτοψίας

Η έκθεση αυτοψίας αποσαφήνισε τις συνθήκες του θανάτου του Δεμερτζή και του σοβαρού τραυματισμού της Μανωλάκη.

«Το πτώμα έφερε δύο τραύματα. Εν εις το κρανίον θανατηφόρον και εν ελαφρόν εις την δεξιάν χείραν. Ο δράστης επυροβόλησε, κατά την γνώμην του κ. Λουκοπούλου εξ αποστάσεως 3 μέτρων.

(…)

»Η νέα έφερε δύο τραύματα. Ένα ελαφρόν εις την κροταφοβρεγματικήν χώραν, και ένα εις την οσφυοθωρακικήν χώραν σοβαρόν».

Ψυχιατρική έκθεση

Στο δικαστήριο διαβάστηκε και η ψυχιατρική έκθεση του διευθυντή των φυλακών Αβέρωφ, ο οποίος «παρηκολούθησε επί ένα μήνα περίπου την ψυχική κατάστασιν του κατηγορουμένου».

Σύμφωνα με την έκθεση αυτή «Ο Σταματόπουλος αποδεικνύεται εκ της παρατηρήσεως και εξετάσεως, άτομον ψυχασθενικόν με σεξουαλικήν μειονεξίαν. Το έγκλημα ον γενετήσιον και έχουν απόχρωσιν φονολαγνείας είναι εις αυτόν πλήρως καταλογιστόν καθ’ όσον ο Σταματόπουλος είχε πλήρη επίγνωσιν του ατόπου και αυτοκυριαρχίαν, ώστε να εμποδίση αυτόν εις κατοχήν όπλου».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.3.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η απολογία του Σταματόπουλου

Κατά την απολογία του, ο Σταματόπουλος, που είχε ήδη ομολογήσει την πράξη του προσπάθησε να εξηγήσει τι στάση του απέναντι στα ερωτικά ζευγάρια που σύχναζαν στο Καβούρι, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση.

« (…) Ύστερα επήγα στρατιώτης. Γνώρισα μια κοπέλλα. Βγήκαμε δύο έως τρεις φορές έξω αλλά εγώ δεν μπορούσα να της προσφέρω τίποτα. Ήμουν δυστυχής. Άλλοι νέοι της ηλικίας μου εχαίροντο την ζωήν. Εγώ ήμουνα ανίκανος για ερωτικές χαρές. Η κοπέλλα με εγκατέλειψε.

»Από τότε άρχισα να παρακολουθώ τα ζευγάρια. Αυτό με ευχαριστούσε. Ήθελα να είμαι στην θέσιν των ανθρώπων αυτών.

(…)

»Τα πιστόλια τα είχα κλέψει από την μονάδα μου. Το ένα το πούλησα. Το άλλο το είχα κρύψει τυλιγμένο σε εφημερίδες και σπάγγο σε απόστασι 30 μέτρων από εκεί που σκότωσα τον μακαρίτη.

»Εκείνη την ημέρα έβαλα το περίστροφο στη μέση μου για να του αλλάξω κρυψώνα. Εγώ δεν είχα δει τον Δεμερτζή. Περνούσα από εκεί και τον είχα δει: “Φύγε, μου είπε. Πήγαινε να κάνης καμμιά δουλειά”.

»Έφυγα αλλά ξαναγύρισα σε λίγο πίσω. Ήταν ξαπλωμένοι χάμου. Εκείνη την στιγμήν ο Δεμερτζής φιλούσε τη Μανωλάκη. Ήμουν στενοχωρημένος που μου ασχημομίλησεν. Με έπιασε και το παράπονο που είχα χάσει την κοπέλλα μου. Ζήλεψα τη θέσι του Δεμερτζή. Έρριξα 3-4 πυροβολισμούς. Δεν ήθελα να σκοτώσω άνθρωπο. Ύστερα έφυγα, επήγα και έβαλα το παντελόνι μου γιατί ήμουν με το μαγιό και επέταξα το περίστροφο σ’ ένα θάμνο.

»Άκουσα φωνές τις κοπέλλας και ξαναγύρισα να την βοηθήσω. Έσκυψα να δω αν ζη. Μού είπε να πάρω ένα μαντήλι από την τσάντα της και να την σκουπίσω, γιατί ήταν και αυτή τραυματισμένη. Δεν έκλεψα τίποτα.

»Όταν άκουσα τις φωνές και είδα τα φώτα να πλησιάζουν έφυγα. Αυτή είναι η αλήθεια

–       Ζητώ συγγνώμην κ. Πρόεδρε, από το θύμα μου.

–       Μα αυτός δεν ζει πια! Τον σκότωσες! Πώς θα σε συγχωρέση; Του λέει ο κ. Πρωτονοτάριος.

–       Τώρα είναι αργά, κατηγορούμενε! Προσθέτει ο Εισαγγελεύς».

Ο εισαγγελέας

Ο εισαγγελέας πάντως δεν φάνηκε να πείθεται από τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου:

«Ουδέν αίσθημα υπάρχει εις την ψυχήν του κατηγορούμενου. Του κακούργου αυτού. (…) Το έγκλημα δεν διεπράχθη εν βρασμώ ψυχής. Ο κατηγορούμενος εσκόπευε να φονεύση όχι μόνον τον Δεμερτζήν αλλά και τη Μανωλάκη.

»Η σφαίρα η ριφθείσα εναντίον της κεφαλής της νέας ηστόχησε και έξυσε το φλοιόν ενός πλησίον πεύκου. Δεν εφόνευσε διότι , ως ισχυρίσθη, τον ύβρισεν ο Δεμερτζής. Τα κίνητρα του εγκλήματος ήσαν η κλοπή, η ληστεία. Είναι κλέπτης και εγκληματίας.

(…)

»Πρέπει να κηρυχθή ένοχος ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Ο κατηγορούμενους δεν είναι ψυχικώς ανώμαλος τύπος. Εξεβίαζε τα ερωτικά ζεύγη διά να εξοικονομή χρήματα. (…) Κύριοι ένορκοι, ο κατηγορούμενος είναι ο πιο απαίσιος και στυγερός δολοφόνος ιστάμενος εις την ανώτατην  βαθμίδα της εγκληματικής κλίμακος.

»Θα πρέπει να τον στείλετε εις το εκτελεστικόν απόσπασμα.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.3.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η αντίδραση του ακροατηρίου

Σύμφωνα με το «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 11ης Μαρτίου 1954 «η αίθουσα ήτο ασφυκτικώς πλήρης από ακροατήριον, ολόκληρος δε η οδός Σανταρόζα, όπου η κυρία είσοδος των Κακουργιοδικείων, ήτο γεμάτη από ανθρώπους πάσης ηλικίας και τάξεως, οι οποίοι από της πρωΐας ανέμενον την έκδοσιν της αποφάσεως.

Σύμφωνα με «ΤΑ ΝΕΑ» της ίδιας ημέρας: Το τέλος της αγορεύσεως του Εισαγγελέως εκάλυψαν χειροκροτήματα του ακροατηρίου και κραυγαί:

–       Θάνατος!

–       Κρεμάστε τον τον δολοφόνο!

–       Τι τον φυλάτε και δεν τον στέλνετε στο απόσπασμα!

»Εις μίαν στιγμήν εδημιουργήθη ζωηρά αναταραχή εις την αίθουσαν και πολλοί ηθέλησαν να ορμήσουν κατά του κατηγορουμένου να τον λυντσάρουν. Ο Στεφανόπουλος, διά πρώτην φοράν έδειξε να ταράσσεται.

»Ήρχισε να φοβήται διά την ζωήν του και έρριπτε τρομαγμένα βλέμματα γύρω του. Εχρειάσθη πολλής ώρας προσπάθεια της χωροφυλακής διά να αποκατασταθή η τάξις.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 11.3.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Ετυμηγορία και απόφαση

«Η ετυμηγορία των ενόρκων οι οποίοι απεσύρθησαν την 9.15 νυκτερινήν εις διάσκεψιν, εξεδόθη την 12.50 μετά μεσονύκτιον. (…) Οι ένορκοι εκήρυξαν ενόχον τον Στεφανόπουλον. (…) Ο πρόεδρος των ενόρκων μετά την ανάγνωσιν της ετυμηγορίας εξέφρασεν ευχήν του ορκωτού Δικαστηρίου όπως ο κατηγορούμενος κριθή επιεικώς.

(…)

»Την 1.30 πρωινήν εξεδόθη η απόφασις του Κακουργιοδικείου (…) . Το Δικαστήριον των συνέδρων επέβαλεν εις αυτόν βάσει της ετυμηγορίας των ενόρκων την ποινήν του θανάτου διά τον φόνον του Δέγλερη και την ποινήν των 24 ετών καθείρξεως κατά συγχώνευσιν δι όλα τα λοιπά αδικήματα (τραυματισμός Μανωλάκη, κλοπή τσάντας, ωρολογίου, οπλοχρησία, παράνομος οπλοφορία, προμελετημένα τραύματα εις βάρος Καραγιώργη κ.λ.π.)».

Ο Στεφανόπουλος εκτελέστηκε τον Αύγουστο του 1954.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 11.8.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

«Kατά την εκτέλεσιν ο Σταματόπουλος εζήτησε να του καλυφθούν οι οφθαλμοί».

tovima.gr