I’m thinking of ending things (Netflix): Πόσο πραγματικοί είμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον αλλά και στον εαυτό μας;

Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος ονομάζεται η νέα ταινία του Τσάρλι Κάουφμαν που έχει διχάσει το κοινό και έχει προκαλέσει από σχόλια για το πόσο δυσνόητη ταινία είναι, μέχρι αστεία memes στο διαδίκτυο που την ταυτίζουν με το εξίσου περίπλοκο Tenet του Κρίστοφερ Νόλαν που κυκλοφόρησε πρόσφατα.

Ο διάσημος σεναριογράφος διασκεύασε το ομώνυμο βιβλίο του Ίαν Ριντ που πραγματεύεται την ιστορία ενός ζευγαριού, της Λούσι (Τζέσι Μπάκλεϊ) και του Τζέικ,( Τζέσι Πλέμονς) κατά την διάρκεια του ταξιδιού και της επίσκεψης τους στους γονείς του Τζέικ στην οικογενειακή τους φάρμα για να γνωριστούν για πρώτη φορά. Και εδώ είναι που ένα μέρος του κοινού θα ήθελε να ήταν τόσο απλή η υπόθεση.

Όσοι γνωρίζουν τα έργα του Τσάρλι Κάουφμαν, τόσο συγγραφικά όσο και σκηνοθετικά, έχουν εξασκηθεί στην γραπτή κινηματογραφική του γλώσσα και αναμένουν να δουν και να εξερευνήσουν βαθύτερα τους χαρακτήρες, να προβληματιστούν με τα υπαρξιακά ερωτήματα και να καταλήξουν (;) στα δικά τους συμπεράσματα μέσα από τον τρόπο που βίωσαν την ταινία. Άλλωστε ο ίδιος ο δημιουργός έχω δηλώσει ότι ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα έργα του και δεν υπάρχει μία και σωστή εξήγηση γι’αυτά.

Η ταινία ξεκινά με voice over αφήγηση της Λούσι, η οποία μιλά για την σχέση της με τον Τζέικ που μετρά μόλις κάποιες εβδομάδες, ακούγοντας τις σκέψεις και τους προβληματισμούς της, με επικρατούσα την σκέψη ότι θέλει να τελειώσει την σχέση της, αναλύοντας βαθύτερα το σκεπτικό της λέγοντας ότι οι σκέψεις που γίνονται μες στο κεφάλι μας είναι πιο αληθινές από τις ίδιες τις πράξεις μας. Ορισμένες φορές, μάλιστα, κοιτά κατάματα την κάμερα, σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο σαν να κάνει διάλογο με τον ίδιο τον θεατή.

Στις άβολες συζητήσεις που γίνονται από το ζευγάρι εντός του αυτοκινήτου, υπάρχουν εκτενείς αναφορές σε μιούζικαλ, ποίηση, σινεμά, κριτικές, σκηνοθέτες και γενικότερα στην Τέχνη προσδίδοντας μια αυτοαναφορικότητα και μια ματιά στην ιστορία του κινηματογράφου, προσπαθώντας παράλληλα να δείξουν οι χαρακτήρες μέσα από τα ενδιαφέροντα τους ποιοι είναι και να κερδίσουν ή να γοητεύσουν τον άλλον.

Όταν φτάνουν στον προορισμό τους τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται αρκετά, αρχικά με την ξενάγηση του Τζέικ στην φάρμα, λέγοντας ότι οι φάρμες δεν είναι τόσο όμορφες όσο τις έχουμε στο μυαλό μας και αρκετές φορές αναγκάζονται να σκοτώσουν τα ίδια τους τα ζώα που εκτρέφουν λόγω αρρωστιών ή δύσκολων συνθηκών, με φανερή αναφορά στον θάνατο.

Στο σπίτι οι γονείς, τους οποίους υποδύονται εξαιρετικά οι Ντέιβιντ Θιούλις και Τόνι Κολέτ, εμφανίζονται με συμπεριφορά που προδίδει εμφανή νοητικά προβλήματα, διηγούνται ιστορίες από το παρελθόν, είτε δικές τους είτε του Τζέικ, θέλοντας να διώξουν την αμηχανία της πρώτης συνάντησης και να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους καλύτερα, ενώ τους βλέπουμε καθ’ όλη την διάρκεια της παραμονής τους στην οθόνη σε διαφορετικά στάδια και ηλικίες της ζωής τους και παράλληλα την Λούσι να παρουσιάζεται με διαφορετικό όνομα, άλλα ρούχα που πάντα ταιριάζουν με το φόντο της ταπετσαρίας του σπιτιού και άλλες επαγγελματικές και μη ταυτότητες. Ανά τακτά διαστήματα κιόλας ακούμε το τηλέφωνο της Λούσι να χτυπάει, δείχνοντας διάφορα ονόματα στις κλήσεις, ενώ αυτό που παραμένει σταθερό όσες φορές υποκύψει και σηκώσει το τηλέφωνο είναι μια βαριά αντρική φωνή που καταλήγει στην φράση «μία η ερώτηση, μία η απάντηση» πριν κλείσει την γραμμή. Όλα τα παραπάνω προκαλούν την έντονη αίσθηση του τρόμου μέσα στο σπίτι και την αγωνία τι μπορεί να κρύβεται στο επόμενο πλάνο.

Από εκείνο το σημείο και μετά όλα περιπλέκονται, η σιγουριά ότι το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι η Λούσι, ή όπως αλλιώς την λένε (όποιος το δει θα καταλάβει), μετατρέπεται σε μια τεράστια αμφιβολία, όχι μόνο προς αυτό αλλά και για ό,τι βλέπεις μπροστά σου και σε συνδυασμό με τις παρεμβολές των σκηνών ενός ηλικιωμένου που εργάζεται ως επιστάτης σε ένα σχολείο από την αρχή της υπόθεσης, υποψιάζεται ο θεατής ότι ο Τζέικ είναι ότι εντέλει το κεντρικό πρόσωπο και όσο εξελίσσεται η υπόθεση η πλάστιγγα γέρνει προς το γεγονός ότι όλα αυτά είναι σκέψεις και σενάρια του δικού του μυαλού.

Στο σκηνικό επικρατεί η έντονη χιονόπτωση, που μόνο τυχαία δεν είναι, και το έργο θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρίζεται σε τρία μέρη, την διαδρομή στο αμάξι προς την φάρμα, το δείπνο με τους γονείς στην φάρμα και την επιστροφή του ζευγαριού με το αμάξι πάλι μέσα στην άγρια χιονόπτωση.

Ο Κάουφμαν όπως σε κάθε έργο του (Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς, Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού, Η συνεκδοχή της Νέας Υόρκης, Adaptation κ.α.) ξεδιπλώνει όλο το μεγαλείο και τους υπαρξιακούς προβληματισμούς του και καταπιάνεται μέσω αλληγοριών και σουρεαλισμού με τους μεγαλύτερους φόβους της ανθρώπινης ύπαρξης όπως είναι το γήρας, ο θάνατος και η μοναξιά. «Μήπως τελικά δεν κινούμαστε εμείς μέσα στον χρόνο, αλλά είμαστε σταθεροί και ο χρόνος περνά από μέσα μας;» αναρωτιέται η ηρωίδα κάποια στιγμή στο αυτοκίνητο. Επίσης δείχνει ότι ο ηλικιωμένος (επιστάτης) αναπολεί την ζωή που δεν έζησε και ο νέος (Τζέικ) νιώθει γέρος και πως δεν ζει όπως θα έπρεπε, πιάνοντας τον παλμό της εποχής και της κοινωνίας, καθώς όπως έχουν αναφέρει αρκετοί ειδικοί αναλυτές η ασθένεια της εποχής μας είναι η κατάθλιψη μαζί με το γεγονός ότι οι νέοι νιώθουν και δρουν σαν ηλικιωμένοι.

Παράλληλα, φαίνεται ότι ο ήρωας του είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στην αναζήτηση και εύρεση μιας γυναίκας που θα τον αγαπούσε όπως είναι και θα τον έσωζε από τις κακές αναμνήσεις και πληγές του παρελθόντος, τραβώντας τον μπροστά στην ζωή, όντας κάποιος που απλά δεν ξέρει τι να κάνει τον εαυτό του.

Το τέλος έρχεται να δώσεις κάποιες εξηγήσεις ή να μπερδέψει ακόμα περισσότερο κάποιους, όμως μέσα στο βαρύ, καταθλιπτικό και χιονισμένο, κυριολεκτικά και μεταφορικά τοπίο έρχεται εν τέλει η λιακάδα με τον ήχο της μηχανής του αυτοκινήτου να παίρνει μπρος να δίνει ένα τόνο αισιοδοξίας ότι η χιονοθύελλα πέρασε και η ζωή συνεχίζεται. «Τα άλλα ζώα ζουν στο παρόν. Οι άνθρωποι δεν μπορούν και έτσι επινόησαν την ελπίδα» και αυτή η ελπίδα φανερώνεται μέσα από τον επιστάτη που μπορεί εκείνος να βρίσκεται κοντά στο τέλος και να μην μπορεί να κάνει κάτι, όμως οι νέοι έχουν ακόμα χρόνο να αρπάξουν την ζωή και να αναλάβουν την ευθύνη γιατί χρόνος υπάρχει και είναι ακόμα με το μέρος τους.

Εν κατακλείδι, όλο αυτό το ταξίδι στο μυαλό του Κάουφμαν μέσω της ταινίας αποτελεί μια ενδοσκόπηση στην ίδια την ζωή που όσες δυσκολίες και δυσάρεστα γεγονότα μπορεί να έχει, το θετικό είναι ότι η λύση σε όλα κρύβεται στον έρωτα και στην αγάπη που μπορεί να απαλύνει και να συνοδεύσει την κάθε ύπαρξη από την αρχή της γέννησης της μέχρι το τέλος δίνοντας νόημα σε όλη αυτή την πορεία. Είναι μια ταινία «δύσκολη» που όμως αξίζει την ευκαιρία και την προσπάθεια να αφεθεί ο θεατής στο συναίσθημα ώστε να νιώσει και να βρει τις δικές του «αλήθειες» μετά από αυτή την εμπειρία.

Χρήστος Ιωάννου

– Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκης

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.