Μια φωτογραφία που δημοσιεύτηκε σε γκρουπ του Facebook με φωτογραφίες ρετρό, μας γύρισε πίσω 90 χρόνια. Τότε που στη Νέα Μάκρη και συγκεκριμένα στον Άγιο Ανδρέα, δημιουργήθηκε καζίνο, το οποίο συγκέντρωνε Αθηναίους που επέλεγαν να διασκεδάσουν παίζοντας και πίνοντας…. το τσάι τους, όπως χαρακτηριστικά γράφει η διαφήμιση.
«Λειτουργεί από τις 3.00 μ.μ. μέχρι πρωίας, συγκοινωνία με ωτομομπίλ πρώτης τάξεως, αναπαυτικώτατα Καντιλλάκ, Πακάρ, Λίνκολν», γράφει μεταξύ άλλων το πόστερ δείχνοντας και δύο κυρίους να συζητούν και να λέει ο ένας στον άλλον ότι «αυτό το κτίριο το έκτισα με τα λεφτά που κέρδισα στον Άγιο Ανδρέα».
Εκτενές αφιέρωμα στο καζίνο αυτό που λειτούργησε στην περιοχή μας είχε κάνει στη MP ο αείμνηστος Στέλιος Πλακίτσης σε ένα από τα ξεχωριστά χρονογραφήματά του. Έγραφε τότε:
«Αυτό τον χώρο διάλεξαν οι κρατούντες προκειμένου να δημιουργήσουν το καζίνο της πρωτεύουσας, σε αυτή τη μαγευτική τοποθεσία του ανατολικού παραθαλάσσιου χώρου του Αγίου Ανδρέα.
Η Κοινότητα Μαραθώνος, στην οποία ανήκε η ευρύτερη περιοχή, έπρεπε να δώσει συγκατάθεση με απόλυτη πλειοψηφία του Κοινοτικού Συμβουλίου. Ο τότε Κοινοτάρχης, Κωνσταντίνος Χρυσίνας, όρισε στο μέρος της απόφασης και κοινοτικό τέλος 2% επί των εισπράξεων του καζίνο, το οποίο αποδέχθηκαν τόσο το ίδιο το καζίνο όσο και η κρατική εξουσία. Αργότερα, η επιχείρηση αθέτησε τη συμφωνία με αποτέλεσμα να αρχίσει δικαστικός αγώνας με τελικό νικητή την Κοινότητα Μαραθώνα, η οποία το 1936 εισέπραξε ένα σεβαστό ποσό.
Πολύ σύντομα άρχισαν τα έργα της δημιουργίας κτηριακού συγκροτήματος που προέβλεπε δύο μεγάλες αίθουσες για «τζόγο», μια αίθουσα πολυτελούς ρεστοράν, όμοια και καλύτερη από αυτή που είχε στην Αθήνα, στην πλατεία Συντάγματος, το κορυφαίο ξενοδοχείο της Αθήνας «Μεγάλη Βρετανία», αλλά κι ένα άνετο και ξεχωριστό καφέ που γνώριζε καθημερινώς ασυνήθιστη κίνηση από «παίκτες» του «τζόγου» κι επισκέπτες.
Η Λεωφόρος Μαραθώνος, όσο στενή κι αν ήταν, είχε τότε ανακαινιστεί με ασφαλτοτάπητα για τον Πανηγυρικό Μαραθώνιο Δρόμο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, που θα γίνονταν στο Βερολίνο.
Ωστόσο, η παρακαμπτήριος οδός από τη συμβολή της Λεωφόρου Μαραθώνος προς το Καζίνο ήταν χωματόδρομος, μήκους δυόμιση με τριών χιλιομέτρων, κάτι που ανάγκασε την επιχείρηση του «Περίχαρου», που ήταν η εκμεταλλεύτρια εταιρεία του καζίνο, να προβεί με δαπάνες της στην ασφαλτόστρωση του δρόμου, διότι τα ταξί της Αθήνας και τα αγοραία ταξί της οδού Βουκουρεστίου, αρνιόντουσαν τη μίσθωση και μεταφορά των πελατών στον χώρο του Καζίνου, λόγω κακής βατότητας του κομματιού που ανέφερα
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 ανέλαβε τη διαχείριση των εγκαταστάσεων του Αγ. Ανδρέα ο αδερφός του μουσουργού Αντίοχου Ευαγγελάτου. Ως υπεύθυνο για τη λειτουργία αυτών των εγκαταστάσεων τοποθέτησε τον Κεφαλλονίτη συμπατριώτη του, Κωνσταντίνο Βουτσινά, πατέρα του αείμνηστου συντοπίτη μας και προσωπικού μου φίλου, Βασίλη Βουτσινά. Ήταν τότε που ήρθε κι εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στην περιοχή η οικογένεια του Κωνσταντίνου Βουτσινά.
Το καζίνο λειτουργούσε με πολύ επιτυχία ως προς τον «τζόγο», αλλά και με κοσμικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια των εορτών, Χριστουγέννων, Αποκριών, Πάσχα και Πρωτομαγιάς.
Το μεγαλύτερο κοσμικό γεγονός που διοργάνωνε η επιχείρηση ήταν κατά τη διάρκεια των Αποκρεών ο χορός της «Ανθισμένης Μυγδαλιάς» και την Πρωτομαγιά ο χορός της «Κόκκινης Παπαρούνας». Κοσμικοί άντρες, αλλά και πανέμορφες αθηναίες της ελίτ αριστοκρατικής κοινωνίας της Αθήνας συμμετείχαν σε αυτές τις βραδιές.
Χαρακτηριστικές οι κοσμικές στήλες των εφημερίδων «ΑΣΤΥ», «ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ» και «ΒΡΑΔΙΝΗ», που γράφανε ότι η τάδε κυρία ταξίδεψε στο Παρίσι προκειμένου να ραφτεί σε Γάλλους μόδιστρους ή στην Ρώμη σε Ιταλούς, προκειμένου να λάβει μέρος στους χορούς του Αγίου Ανδρέα.
Τα ρολά κατεβαίνουν…
Το καζίνο είχε μια σπουδαία διαδρομή κατά τη λειτουργία του, όμως όπως λέει κι ο λαός «μετά από την μπουνάτσα, έρχεται η φουρτούνα»… Και δεν άργησε να έρθει. Ο Πόλεμος κι η φοβερή δεκαετία του ‘40 ανάγκασαν την επιχείρηση να «κατεβάσει ρολά» την επόμενη ημέρα της 28ης Οκτωβρίου του 1940.
Την ημέρα αυτή τα φώτα έσβησαν (είχε δική του ηλεκτρική παραγωγή η επιχείρηση). Η «μπίλια» σταμάτησε οριστικά επάνω στην πράσινη «τσόχα». Η μουσική σίγησε. Οι άντρες της διοίκησης και του προσωπικού έτρεχαν βιαστικά να παρουσιαστούν στα κέντρα στράτευσης και να βρεθούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου, στη γη του πυρός, εκεί που ανοίγει μια καινούργια σελίδα στη νεότερη Ελλάδα.
Το Έπος της Αλβανίας είναι μια πραγματικότητα και εκεί που λειτουργούσε το καζίνο με μια ασυνήθιστη κίνηση για την περιοχή, γεννιέται μια βουβαμάρα. Οι άνθρωποι έλειψαν από την απέραντη αυτή πευκόφυτη περιοχή, βγήκαν στην παγανιά πάλι τα άγρια ζώα της φύσης, τα τσακάλια κι οι λύκοι, οι αλεπούδες και τα πουλιά επάνω στα γηραιά πεύκα κελαηδούσαν, ή μάλλον μοιρολογούσαν την αρχή μιας δεκαετίας που θα στοιχίσει στην πατρίδα θύματα και μόνο θύματα, από μέσα κι από έξω, από απρόβλεπτους εχθρούς που θα καταστρέψουν τις ανθρώπινες ψυχές.
Ήταν ημέρα με αφετηρία τη φοβερή δεκαετία των πέτρινων χρόνων της πείνας που ευθύς αμέσως ακολούθησε την κατοχή των Ιταλών και των Γερμανών. Και δεν έφθανε μόνο αυτό, αλλά ήρθαν γρήγορα κι οι αδελφοκτόνες συρράξεις τόσο κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών του 1944 στην Αθήνα, αλλά και στη συνέχεια ο Εμφύλιος Σπαραγμός 1946-1949».