Η Νταϊάν Κίτον, μία από τις πιο αγαπητές και εμβληματικές φιγούρες του αμερικανικού κινηματογράφου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών στην Καλιφόρνια, αφήνοντας πίσω της μια πορεία πέντε δεκαετιών γεμάτη αξιομνημόνευτες ερμηνείες και απαράμιλλη γοητεία.
Η είδηση του θανάτου της επιβεβαιώθηκε από το περιοδικό People, ενώ η οικογένειά της ζήτησε να διατηρηθεί η ιδιωτικότητά της.
Η Κίτον έγινε θρύλος της μεγάλης οθόνης με την αξέχαστη ερμηνεία της στο Annie Hall (1977) του Γούντι Άλεν, ρόλος που της χάρισε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Η ταινία αυτή δεν καθόρισε μόνο την καριέρα της, αλλά και το πρότυπο της ανεξάρτητης, εκκεντρικής γυναίκας στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά. Το ξεχωριστό της στυλ — φαρδιά κοστούμια, γραβάτες, καπέλα και ζιβάγκο — έγινε σήμα κατατεθέν και αντικείμενο θαυμασμού για τη διαχρονική του κομψότητα.
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο σε σημαντικό ρόλο έγινε το 1972 ως Κέι, η σύζυγος του Μάικλ Κορλεόνε, στην ταινία The Godfather του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Επανήλθε στον ίδιο ρόλο και στα δύο σίκουελ, επιβεβαιώνοντας τη θέση της ως ηθοποιού με δραματική βαρύτητα και εσωτερική δύναμη.

Η Κίτον απέσπασε τρεις ακόμη υποψηφιότητες για Όσκαρ για τις ταινίες Reds (1981), Marvin’s Room (1996) και Something’s Gotta Give (2003), ενώ συνεργάστηκε με μερικούς από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της εποχής της. Το έργο της εκτείνεται από σοβαρά δράματα έως επιτυχημένες κωμωδίες, όπως Baby Boom, Father of the Bride, The First Wives Club και Book Club. Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση φαίνεται πως ήταν στο Book Club: The Next Chapter (2023).
Πέρα από την υποκριτική, η Κίτον διέπρεψε και σε άλλους τομείς: ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, τον σχεδιασμό και τη συγγραφή, ενώ τον Δεκέμβριο του 2024 κυκλοφόρησε το πρώτο της μουσικό single, First Christmas.
Παρότι διατηρούσε κατά καιρούς σχέσεις με διάσημους ηθοποιούς όπως ο Άλ Πατσίνο και ο Γουόρεν Μπίτι, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Επέλεξε να γίνει μητέρα μέσω υιοθεσίας, μεγαλώνοντας τα δύο της παιδιά, την Ντέξτερ και τον Ντιουκ.
Η Νταϊάν Κίτον θα μείνει αξέχαστη για την αυθεντικότητά της, την καλλιτεχνική της τόλμη και τη διαχρονική επιρροή της στο σινεμά και τη μόδα.

Παρά τις γνωστές σχέσεις της με τον Άλ Πατσίνο και τον Γουόρεν Μπίτι, δεν παντρεύτηκε ποτέ, επιλέγοντας τη μητρότητα μέσα από την υιοθεσία των δύο παιδιών της, Ντέξτερ και Ντιουκ.
Η κατάσταση της υγείας της
Η Daily Mail ανέφερε πως η υγεία της ηθοποιού είχε επιδεινωθεί δραματικά τους τελευταίους μήνες, κάτι που δεν γνώριζαν ούτε οι στενότεροι φίλοι της. «Η επιδείνωσή της ήρθε πολύ ξαφνικά, γεγονός που ράγισε τις καρδιές όλων όσοι την αγαπούσαν», είπε ένας φίλος της στο People.
«Ήταν τόσο απροσδόκητο, ειδικά για έναν άνθρωπο με τόση δύναμη και ζωντάνια». Ο ίδιος πρόσθεσε: «Τους τελευταίους μήνες, την πλαισίωναν μόνο οι πιο στενοί της συγγενείς, οι οποίοι επέλεξαν να κρατήσουν την κατάσταση απολύτως ιδιωτική. Ακόμη και παλιοί φίλοι δεν γνώριζαν πλήρως τι συνέβαινε».
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, σε μια απροσδόκητη κίνηση, η Κίτον έβαλε προς πώληση τον Μάρτιο το αγαπημένο της «ονειρικό σπίτι», παρότι παλαιότερα είχε δηλώσει πως σκόπευε να μείνει εκεί για πάντα.
«Ήταν κάτι περισσότερο από το κορίτσι της Αμερικής»
Ο Guardian έγραψε πως η ήρεμη, σχεδόν γαλήνια έκφρασή της, το βλέμμα της γεμάτο ευγένεια και ευαισθησία, γίνονταν ακόμα πιο συγκλονιστικά όταν γελούσε ή έκλαιγε. «Ήταν κάτι περισσότερο από το κορίτσι της Αμερικής. Ήταν η εκλεπτυσμένη, γλυκιά, αβίαστα αισθησιακή γυναίκα με την οποία η Αμερική ήταν ερωτευμένη χωρίς ανταπόκριση. Η Νταϊάν Κίτον ήταν πέρα από το επίπεδο της Αμερικής».
Σύμφωνα με τους New York Times, κατά τη «Χρυσή Εποχή» του αμερικανικού Νέου Κύματος τη δεκαετία του ’70, η Κίτον βρέθηκε στο επίκεντρο των σημαντικότερων κινηματογραφικών έργων εκείνης της περιόδου.
Στο «The Godfather» του 1972, ως Κέι, η αθώα σύζυγος του Μάικλ Κορλεόνε (Αλ Πατσίνο), υπήρξε η σιωπηλή μάρτυρας της διαφθοράς και της βίας του υποκόσμου.

Ωστόσο, ήταν οι συνεργασίες της με τον Γούντι Άλεν που την ανέδειξαν σε θρύλο της κινηματογραφικής κωμωδίας – σε ταινίες όπως «Sleeper», «Play It Again Sam», «Love and Death», «Manhattan» και, φυσικά, το αριστούργημα «Annie Hall», για το οποίο κέρδισε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου.
Το περιοδικό New Yorker, σε ένα long-read άρθρο του για την Κίτον, το 1978, σχολίασε πως η παρουσία της είχε κάτι το «ρομαντικό του Νέου Κόσμου», σαν να υποσχόταν μια διαφορετική πραγματικότητα, πιο ευγενική και πνευματική από τη σκληρή, υλιστική εποχή μας.
Το αξεπέραστο στυλ
Οι Times αναφέρουν ότι η ερμηνεία της στην ταινία αυτή αποτελεί «το ίδιο το κόσμημα του αμερικανικού Νέου Κύματος».
Η συμβολή της στην αισθητική του κινηματογράφου ήταν τεράστια. Όπως σημειώνει ο Guardian, «τα ρούχα της Νταϊάν Κίτον ήταν κινηματογράφος από μόνα τους». Η εμβληματική της εμφάνιση στο «Annie Hall» -με το φαρδύ καπέλο, το γιλέκο, τη γραβάτα και τα χακί παντελόνια- έγινε ίσως η πιο αναγνωρίσιμη ενδυματολογική στιγμή στην ιστορία του σινεμά.
Η ίδια αποκάλυψε στα απομνημονεύματά της, «Then Again» (2011), ότι ο Γούντι Άλεν της είχε πει να «φοράει ό,τι θέλει», και έτσι, όπως είπε, «έκλεψα ό,τι ήθελα να φορέσω από τις cool γυναίκες που έβλεπα στους δρόμους της Νέας Υόρκης».

Μάλιστα, το χαρακτηριστικό καπέλο το είχε δανειστεί από τη Γαλλίδα ηθοποιό Ορόρ Κλεμάν στα γυρίσματα του «The Godfather Part II».
Η ίδια υποβάθμιζε τον ρόλο της στη δημιουργία του θρυλικού στυλ της Άννι, λέγοντας πως οι γυναίκες του Σόχο άξιζαν τα εύσημα, αν και παραδεχόταν ότι «αυτό δεν ήταν εντελώς αληθινό, γιατί ο Άλεν ήταν ο δημιουργός πίσω από κάθε καλλιτεχνική απόφαση» για την ταινία.
Στη δεκαετία του ’80 και του ’90, όπως παρατηρεί η βρετανική εφημερίδα, οι σκηνοθέτες δυσκολεύονταν να αξιοποιήσουν την ιδιόρρυθμη ερμηνευτική της ενέργεια. Συνέχισε να συνεργάζεται με τον Άλεν στο «Manhattan Murder Mystery», ενώ συμμετείχε και σε ελαφρύτερες ταινίες όπως το «The First Wives Club» (1996).
Η σκηνοθέτιδα Νάνσι Μάγερς υπήρξε εκείνη που ξαναβρήκε το πνεύμα της Κίτον, δίνοντάς της ρόλους σε ρομαντικές κομεντί όπως το «Baby Boom» (1987) και το αξέχαστο «Something’s Gotta Give» (Κάλλιο Αργά Παρά Αργότερα), του 2003, όπου ερμήνευσε μια γυναίκα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άντρες – τον Τζακ Νίκολσον και τον Κιάνου Ριβς.
H παρουσία της είχε κάτι το «ρομαντικό του Νέου Κόσμου», σαν να υποσχόταν μια διαφορετική πραγματικότητα, πιο ευγενική και πνευματική από τη σκληρή, υλιστική εποχή μας
Η σχέση της με τον Γούντι Άλεν
Όπως αναφέρει η Daily Mail, η Κίτον διατήρησε μια περίπλοκη αλλά σταθερή φιλία με τον Γούντι Άλεν έως το τέλος της ζωής της. Πηγή του People ανέφερε πως ο Άλεν ήταν «εξαιρετικά συντετριμμένος, έκπληκτος και αναστατωμένος» από τον θάνατό της, καθώς «κανείς δεν γνώριζε για την κατάσταση της υγείας της».
Οι δύο τους γνωρίστηκαν το 1969, όταν εκείνη πέρασε από οντισιόν για το θεατρικό «Play It Again, Sam», ρόλος που της χάρισε υποψηφιότητα για βραβείο Tony. Έκτοτε, συνεργάστηκαν σε οκτώ ταινίες και υπήρξαν ζευγάρι για ένα διάστημα, ζώντας μαζί σε ρετιρέ με θέα στο Central Park.
Στο βιβλίο της «Then Again», η Κίτον είχε γράψει: «Μοιραζόμασταν την αγάπη να βασανίζουμε ο ένας τον άλλο με τις αποτυχίες μας». Αλλού σημείωνε: «Μου λείπει ο Γούντι. Θα ανατριχίαζε αν ήξερε πόσο τον νοιάζομαι, αλλά είμαι αρκετά έξυπνη για να μην το αναφέρω». Παρά τον χωρισμό τους, η φιλία τους παρέμεινε σταθερή.
Η Κίτον υπερασπίστηκε δημοσίως τον Άλεν ακόμη και μετά τις κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση που του αποδόθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το 2018, μέσα στο κλίμα του κινήματος #MeToo, έγραψε στο τότε Twitter: «Ο Γούντι Άλεν είναι φίλος μου και συνεχίζω να τον πιστεύω. Ίσως θα είχε ενδιαφέρον να δείτε τη συνέντευξή του στο “60 Minutes” από το 1992 και να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα».
Πηγή του People ανέφερε ότι η ηθοποιός «δεν πίστευε πως οι κατηγορίες σκίαζαν το σημαντικό έργο του και τη συνεργασία τους». Η ίδια πηγή πρόσθεσε: «Πάντα στεκόταν στο πλευρό του, και εκείνος ήταν ευγνώμων γι’ αυτό».
Ανεξάρτητη
Παράλληλα, όπως γράφει η Daily Mail, η Κίτον επέλεξε να ζήσει τη ζωή της χωρίς να παντρευτεί ποτέ. «Δεν νομίζω ότι το γεγονός πως δεν παντρεύτηκα έκανε τη ζωή μου λιγότερο σημαντική. Αυτός ο μύθος της γεροντοκόρης είναι ανοησία», είχε δηλώσει το 2014.
Το 2019 πρόσθεσε: «Είμαι 73 και νομίζω ότι είμαι η μόνη της γενιάς μου -και ίσως και πριν- που υπήρξε ανύπαντρη σε όλη της τη ζωή. Δεν νομίζω πως θα ήταν καλή ιδέα να έχω παντρευτεί, και είμαι πραγματικά χαρούμενη γι’ αυτό».
Το 2021 είχε πει: «Δεν ήθελα να χάσω την ανεξαρτησία μου».
Αν και δεν παντρεύτηκε ποτέ, είχε σχέσεις με διάσημους άντρες του Χόλιγουντ όπως ο Γούντι Άλεν, ο Αλ Πατσίνο και ο Γουόρεν Μπίτι, με τον οποίο διατηρούσε μια σύντομη σχέση μετά την ταινία «Reds» (1981).
«Είναι ένας λαμπρός χαρακτήρας, τόσο πολύπλοκος και γοητευτικός. Έπρεπε να έχει κάνει περισσότερες ταινίες», είχε πει στο People, ενώ στο Variety είχε δηλώσει: «Ήταν, πώς να το πω, να πεθάνεις γι’ αυτόν. Ένα όνειρο… Όχι μόνο όμορφος, γοητευτικός και μυστηριώδης, αλλά κι ένας απίστευτος παραγωγός και σκηνοθέτης».
Με πληροφορίες από enikos.gr, ertnews.gr













































