Πολυτεχνείο: Η ιστορία, το παρασκήνιο, οι νεκροί – Οι άγνωστες λεπτομέρειες

Σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς 50 χρόνια από εκείνες τις ημέρες του Νοεμβρίου του 1973, που καταγράφηκαν στο θυμικό της χώρας ως μια από τις πλέον ένδοξες σελίδες: μια εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου κατά της χούντας, ούσα εντέλει η θρυαλλίδα που οδήγησε στην πτώση της μερικούς μήνες μετά και στο να βγει, μετά από επτά «μαύρα» χρόνια, η χώρα από τον «γύψο».

Το κλίμα στη χούντα πριν το Πολυτεχνείο

Το 1973 αποτελεί χρονιά κομβικής σημασίας για την εξέλιξη του δικτατορικού καθεστώτος που είχε επιβληθεί στη χώρα. Κομβικής, τόσο για τις εσωτερικές αντιφάσεις του όσο και για τους εξωτερικούς παράγοντες της αμφισβήτησής του που είχαν αρχίσει εφεξής να ξεπροβάλλουν πιο ευδιάκριτοι. Ηδη αρκετά νωρίτερα, η συλλογική καθοδήγηση της «επανάστασης» από τους απριλιανούς χουντικούς είχε υποχωρήσει έναντι της αρχής του ενός, που ήταν εκείνη του Γεωργίου Παπαδόπουλου.

Φωνές ενδοκαθεστωτικής αμφισβήτησης από τους σκληροπυρηνικούς είχαν περιθωριοποιηθεί προσώρας, ενώ ο πανίσχυρος διοικητής της ΕΣΑ, Δημήτρης Ιωαννίδης είχε επιλέξει να παράσχει τη στήριξή του στον επικεφαλής των πρωταιτίων, διατηρώντας πάντως αυτονομία στις κινήσεις του, χάρη στον έλεγχο ενός κρίσιμου εργαλείου καταστολής: τη Στρατιωτική Αστυνομία.

Οι ιέρακες όμως του στρατοκρατικού καθεστώτος κρατούσαν στάση αναμονής, γι’ αυτό και η περαιτέρω εδραίωση της προσωποπαγούς εξουσίας του Παπαδόπουλου, περνούσε αναγκαστικά μέσα από τη σταδιακή πολιτικοποίηση του καθεστώτος. Ήδη ακούγονταν «φωνές» περί κλήσης βουλευτών και υπουργών (που ήταν στην τελευταία Βουλή, το 1967) ώστε να νομιμοποιούσαν το καθεστώς.

Το καθεστώς δεν μπορούσε μεν να παραμένει στρατοκρατικό στο διηνεκές αλλά από την άλλη τα όποια ανοίγματα θα ενίσχυαν τις φωνές της αμφισβήτησης, τόσο εκείνων των καθεστωτικών που θεωρούσαν ότι έτσι νοθευόταν η καθαρότητα της «επανάστασης» όσο κι εκείνων στην κοινωνία και στο παλαιό πολιτικό σύστημα που είχαν περάσει από την ανοχή και την παθητική αναμονή, στην όλο και μεγαλύτερη δημόσια κριτική στη χούντα.

Το πρώτο… Πολυτεχνείο και η εξέγερση του Πολεμικού Ναυτικού

Τοιουτοτρόπως, το 1973 θα ξεκινούσε με αρκετά αναπάντεχα εμπόδια στα σχέδια του δικτάτορα. Το πρώτο θα είχε να κάνει με τις δύο καταλήψεις της Νομικής της Αθήνας από 3-4.000 φοιτητές, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο (που είχαν οδηγήσει και σε αντίστοιχες κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη).

Οι καταλήψεις είχαν τερματιστεί άμεσα με την παρέμβαση του «αντιπροέδρου» Στυλιανού Παττακού, και με την αποχώρηση των φοιτητών από το κτίριο αλλά είχαν προλάβει να λειτουργήσουν υπέρ της συγκρότησης φοιτητικού κινήματος και υπέρ της μαζικοποίησής του, υπό τον έλεγχο μάλιστα της Αριστεράς. Το κλίμα θα άλλαζε έπειτα από αυτό, όχι μόνο στα πανεπιστήμια αλλά και μεταξύ του προδικτατορικού πολιτικού κόσμου που έβλεπε πλέον πιο καθαρά τις ευκαιρίες που δημιουργούνταν για μεγαλύτερη απονομιμοποίηση της χούντας.

Μάλιστα, τον Απρίλιο του ίδιου έτους θα ακολουθούσε δημόσια παρέμβαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με συνέντευξή του από το Παρίσι, στις εφημερίδες «Βραδυνή» και «Θεσσαλονίκη», όπου θα δήλωνε ευθέως ότι οι δικτάτορες δεν είχαν σκοπό να αποκαταστήσουν τις ελευθερίες (και ότι ενέπαιζαν τον λαό). Μάλιστα πρότεινε την επιστροφή του βασιλιά και τη συγκρότηση μεταβατικής κυβέρνησης με έκτακτες εξουσίες, η οποία και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις επιστροφής στη δημοκρατική ομαλότητα.

Η συνέντευξη προκάλεσε, ευλόγως, μεγάλη αίσθηση (το καθεστώς θα μάζευε τα φύλλα των δύο εφημερίδων που όμως είχαν προλάβει ήδη να κυκλοφορήσουν), καθώς ήταν η πρώτη φορά που ετίθετο δημόσια, και μάλιστα από τον πιο προβεβλημένο πολιτικό της προδικτατορικής περιόδου, το ζήτημα της μετάβασης στη δημοκρατία.

Ακόμη μεγαλύτερη πίεση, όμως, θα ασκούσε στο καθεστώς το κίνημα στο Πολεμικό Ναυτικό που θα ξεσπούσε λίγο μετά, στις 22 Μαΐου, με πάνω από εκατό μυημένους αξιωματικούς, έχοντας και τη στήριξη του Ευάγγελου Αβέρωφ και επιφανών επιχειρηματιών όπως ο Χρήστος Στράτος. Παρότι το κίνημα γρήγορα θα προδιδόταν, και οι πρωτεργάτες του θα συλλαμβάνονταν (πλην του αντιτορπιλικού «Βέλος», υπό τον πλωτάρχη Νικόλαου Παππά, που θα ζητούσε άσυλο στην Ιταλία), η εξέλιξη αυτή θα έδειχνε ότι η αμφισβήτηση επωαζόταν ακόμη και στις ίδιες τις Ενοπλες Δυνάμεις.

Τα δε σκληρά βασανιστήρια που υπέστησαν στη συνεχεία ορισμένοι εκ των συλληφθέντων αξιωματικών από συναδέλφους τους στην ΕΑΤ-ΕΣΑ, εξόργισε τον αστικό κόσμο στον οποίο ανήκαν οι περισσότεροι του Πολεμικού Ναυτικού και αποκάλυψαν ότι το καθεστώς δεν είχε καμία πρόθεση να φιλελευθεροποιηθεί, πρακτικά και ουσιαστικά.

Ετσι κι αλλιώς, την ίδια περίοδο, η ΕΣΑ θα προχωρούσε και σε μαζικές συλλήψεις φοιτητών, κυρίως για λόγους εκφοβισμού και χωρίς συγκεκριμένες κατηγορίες, γεμίζοντας τα κρατητήρια και τις φυλακές.

Το σχέδιο Παπαδόπουλου

Παραλλήλως, με την έξαρση του κλίματος αμφισβήτησης, o Παπαδόπουλος επεξεργαζόταν το σχέδιο πολιτικοποίησης του καθεστώτος του. Πρώτα και κύρια, εκμεταλλευόμενος το κίνημα του Ναυτικού, θα έβρισκε την ευκαιρία, την 1η Ιουνίου, να κηρύξει κι επίσημα έκπτωτο τον βασιλιά Κωνσταντίνο, κατηγορώντας τον ότι βρισκόταν πίσω από το κίνημα (ήταν όντως ενήμερος).

Η κατάργηση της μοναρχίας θα γινόταν και θεσμικά με το «δημοψήφισμα» της 29ης Ιουλίου το οποίο εγκαθίδρυε ένα υποτιθέμενο ημιπροεδρικό καθεστώς, με τον Παπαδόπουλο να καταλαμβάνει ο ίδιος το ύπατο αξίωμα, στις 19 Αυγούστου. Η επόμενη κίνησή του ήταν να ορκίσει μια δοτή, αμιγώς πολιτική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σπύρο Μαρκεζίνη, με αποστολή να οδηγήσει τη χώρα στις πρώτες βουλευτικές εκλογές μετά το 1964.

Η ορκωμοσία Μαρκεζίνη, παρουσία Παπαδόπουλου

Ενδιαμέσως ο Παπαδόπουλος είχε φροντίσει να ικανοποιήσει πολλά από τα σπουδαστικά αιτήματα των φοιτητών προκειμένου να κερδίσει την ανοχή τους. Δεν μπορούσε, ωστόσο, να υπολογίσει την πετρελαϊκή κρίση που θα ξεσπούσε τον Οκτώβριο, επιδεινώνοντας αμέσως τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στερώντας το καθεστώς από τις δυνατότητες παροχολογίας (που εν μέρει διέθετε τα προηγούμενα χρόνια).

Το φοιτητικό κίνημα πάντως, μετά τις πρόσφατες επιτυχίες του, δεν έδειχνε διάθεση κατευνασμού, κι αναζητούσε τη νέα στρατηγική του απέναντι στα ανοίγματα του καθεστώτος.

Η κατάληψη…
…του Πολυτεχνείου στις 14 Νοεμβρίου θα ξεκινούσε πάντως από μια ανυπόστατη φήμη ότι γίνονται εκεί συγκρούσεις, οδηγώντας κάπου 300 φοιτητές να βρεθούν αμέσως στον χώρο του κτιρίου και να κλειστούν μέσα. Χωρίς αρχικά τη συναίνεση των δύο ΚΚΕ, ο χώρος του Πολυτεχνείου βρισκόταν μέσα σε λίγες ώρες υπό κατάληψη, με τον πρώτο λόγο να έχουν εκείνο το πρώτο διάστημα οι αριστεριστές που φαντασιώνονταν μια επαναστατική κατάσταση.

Η κατάληψη του Πολυτεχνείου, 15 Νοεμβρίου 1973

Ωστόσο, σύντομα, η Αντί-ΕΦΕΕ και ο «Ρήγας» θα έσπευδαν να στηρίξουν το εγχείρημα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ελέγξουν τα συνθήματα και τους σκοπούς της κατάληψης.

Ετσι, στη Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης που θα συγκροτούνταν, οι αριστεριστές θα ήταν μειοψηφία, ενώ ο αυτοσχέδιος ραδιοφωνικός σταθμός που εξέπεμπε από την κατάληψη προέκρινε συνθήματα που ήταν μεν σαφώς αντιχουντικά αλλά ελεγχόμενα (με αναφορές στη «λαϊκή κυριαρχία και στην εθνική ανεξαρτησία»), και σίγουρα όχι στο ελευθεριακό πνεύμα του Μάη του ’68 όπως θα το ήθελαν οι αναρχικοί καταληψίες.

Το καθεστώς και ο ίδιος ο Μαρκεζίνης, από την πλευρά τους, επέλεξαν αρχικά να τηρήσουν στάση αναμονής και αυτοσυγκράτησης. Ομως, καθώς οι συγκεντρωθέντες έξω από τον χώρο του Πολυτεχνείου άρχισαν να πληθαίνουν και κάποιοι πολιτικοί του προδικτατορικού κόσμου να βγαίνουν ανοικτά προς υποστήριξή των φοιτητών (π.χ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος), η αντιμετώπιση της κατάστασης γινόταν όλο και πιο πιεστική, ενώ η κατάληψη διένυε αισίως την τρίτη ημέρα της.

Την αποχώρηση πάντως την ήθελε και η Αντί-ΕΦΕΕ θεωρώντας ότι η παράταση της κατάστασης θα υπονόμευε το φοιτητικό κίνημα. Οι καταληψίες ήταν επ’ αυτού διχασμένοι, κάτι που αποτυπωνόταν και στη διακήρυξη-συνέντευξη της Συντονιστικής, στις 16 Νοεμβρίου, που ενώ έθετε ρητά ως σκοπό της την ανατροπή του καθεστώτος, δεν ανέφερε πώς θα γινόταν αυτό: με «επανάσταση» ή π.χ. με κυβέρνηση εθνικής ενότητας όπως πρότεινε ο «Ρήγας»;

Το τανκ έξω από την είσοδο του Πολυτεχνείου

Από εκεί και μετά ωστόσο, η κατάσταση θα κλιμακωνόταν επικίνδυνα, με ακροβολιστές του καθεστώτος να αρχίζουν να χτυπούν τυφλά το πλήθος έξω από την κατάληψη, σκοτώνοντας συνολικά 24 άτομα. Τον έλεγχο ανέλαβε στο εξής ο στρατός, και τα χαράματα της 17ης Νοεμβρίου, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τη Συντονιστική, που όμως δεν τηρήθηκαν, ένα τανκ παραβίασε την πόρτα εισόδου του Πολυτεχνείου, με στρατιώτες να εκκενώνουν βιαίως τον χώρο.

Η ηθική νίκη των φοιτητών ήταν μεν αδιαμφισβήτητη καθώς είχε αποδειχθεί στην πράξη ότι η προσπάθεια φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος ήταν απλό φύλλο συκής του αυταρχισμού του.

Ωστόσο, τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν, με πρώτο και κυριότερο την ενδοκαθεστωτική ανατροπή του Παπαδόπουλου από τους σκληροπυρηνικούς του Δημήτρη Ιωαννίδη, στις 25 Νοεμβρίου, και φυσικά η καταστροφική διαχείριση του Κυπριακού το καλοκαίρι του 1974, θα κινούνταν σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από όσα επιδίωκαν οι καταληψίες.

«Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία»: η ιστορική διάσταση ενός συνθήματος

Το σύνθημα «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία» αποτελεί σήμα κατατεθέν της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Δεν ήταν όμως αποκλειστική επινόηση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Ως προς τα δύο σκέλη του «Ψωμί και Ελευθερία», έλκει την καταγωγή του από τη Γαλλική Επανάσταση και κατόπιν διαδόθηκε στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική αποκτώντας διεθνικές διαστάσεις.

Το ζήτημα των τροφίμων και κυρίως του ψωμιού, βασικού είδους διατροφής, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Γαλλική Επανάσταση. Στα τέλη του 18ου αιώνα η ακρίβεια του ψωμιού και η εμπορία των δημητριακών καταγγέλλονται στα «τετράδια παραπόνων». Η εφημερίδα «Révolutions de Paris» περιγράφοντας τον Αύγουστο του 1789 τις ταραχές που λάμβαναν χώρα στις επαρχίες και στο Παρίσι, τον «Μεγάλο Φόβο», όπως ονομάστηκαν, κάνει τη σύνδεση ανάμεσα στο ψωμί και στην ελευθερία ως μάχη εναντίον της τυραννίας, σύμβολο της οποίας είχε ήδη γίνει η πτώση της Βαστίλλης.

Το σύνθημα γραμμένο σε τοίχο του Πολυτεχνείου

Την περίοδο της τρομοκρατίας ψηφίστηκαν νόμοι για τα μέσα διαβίωσης, θανατώθηκαν οι κερδοσκόποι και συνδέθηκε το ψωμί με το σίδερο και τη λαιμητόμο. Κατόπιν οι τιμές ανέβηκαν και επανήλθε η έλλειψη δημητριακών και η πείνα. Αρχισαν πάλι ταραχές υποκινούμενες από τους αβράκωτους κατά τις οποίες ακούστηκαν τα συνθήματα «Ψωμί και ελευθερία των πατριωτών», «Ψωμί και το Σύνταγμα του 1793», «Ψωμί ή θάνατος», αλλά και τα αντίθετά τους «Ψωμί και βασιλιάς! Κάτω η Συμβατική! Με βασιλιά και ειρήνη θα έχουμε ψωμί». Κατά το Διευθυντήριο οι σοδειές ήταν καλές και οι τιμές έπεσαν, οι μισθοί παρέμειναν σταθεροί και η αγοραστική δύναμη αυξήθηκε. Η πολιτική των μέσων διαβίωσης πέρασε σε δεύτερο πλάνο.

Ωστόσο, το σύνθημα «Ψωμί και ελευθερία» έχει μπει στην ιστορία και θα ακούγεται κάθε φορά που απειλείται η επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων αλλά και οι δημοκρατικές ελευθερίες.

Κεντρικό σύνθημα του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, το «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία» φαίνεται ότι εμφανίστηκε από την αρχή της εξέγερσης, μάλιστα ακούστηκε κατά την πορεία των φοιτητών της Νομικής προς το Πολυτεχνείο, όπως γράφει ο Λουκάς Αποστολίδης: «»Στο Πολυτεχνείο για συμπαράσταση…», επαναλάμβαναν πολλές φωνές και τραγουδώντας το «Πότε θα κάνη ξαστεριά», κατεβήκαμε τα σκαλιά. Μια ομάδα σχηματίσαμε διαδήλωση με κατεύθυνση το Πολυτεχνείο. Θα ήμασταν 150 με 200 άτομα. Συνθήματά μας: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», «Συμπαράσταση λαέ», «Ξύπνα λαέ», κ.ά.». Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής, η οποία αποφάσιζε ποια συνθήματα θα κρατηθούν, «ήταν το σωστό σύνθημα». Είχε αναρτηθεί σε πανό από την πρώτη μέρα, όπως μαρτυρεί ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης που επισημαίνει ότι παρά τις προσπάθειες της Συντονιστικής, «η κατάσταση εκείνη την πρώτη νύχτα είχε καταλήξει λίγο ως πολύ στη χρυσή τομή: «Γράφε ό,τι θες, φτάνει να αφήνεις και τον άλλο να γράφει ό,τι θέλει». Τα αμφιλεγόμενα πάντως συνθήματα προκαλούσαν πάντα έντονες διαμάχες ανάμεσα στις αντιτιθέμενες απόψεις».

17 Νοεμβρίου 1973: Η αστυνομία είναι παρούσα μέσα στο προαύλιο του Πολυτεχνείου

Το σύνθημα «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», αναγόμενο στο σύνθημα του ΚΚΕ του Μεσοπολέμου «Ψωμί – δουλειά – λευτεριά», είτε προτάθηκε από μέλη της ΑντιΕΦΕΕ-ΚΝΕ, είτε το παλιό σύνθημα είχε γίνει πλέον κτήμα όλων των αριστερών παρατάξεων, οπότε προτάθηκε από κάποιο μέλος τους ή από κάποιον ανένταχτο αριστερό και έγινε αποδεκτό. Ηταν ένα σύνθημα καθολικό, χωρίς να είναι προκλητικό, ένα σύνθημα που μπορούσε να εκπροσωπήσει όλο το φοιτητικό κίνημα, πράγμα που δείχνει και η υιοθέτησή του από τον αστικό Τύπο. Οπωσδήποτε χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στην αρχή της εξέγερσης, όταν δινόταν έμφαση στα φοιτητικά αιτήματα, ενώ στο τέλος το κυρίαρχο αίτημα και σύνθημα ήταν πολιτικό: «Κάτω η χούντα».

Οι ρήξεις στην ομάδα των δικτατόρων

Έριξε το Πολυτεχνείο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο; Σαφώς, σαφέστατα, ήταν ένας από τους κύριους λόγους.

Το εγχείρημα του Γεωργίου Παπαδόπουλου το 1973 περί πολιτικοποίησης του καθεστώτος προκάλεσε αμφίπλευρες πιέσεις τόσο από αυτούς που το θεωρούσαν ανεπαρκές, όσο και από αυτούς που το θεωρούσαν ανεπιθύμητο και επικίνδυνο. Στην πρώτη κατηγορία ανήκε η μεγαλύτερη μερίδα του πολιτικού κόσμου και οι φοιτητές που κατέλαβαν το Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του 1973. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκε μεγάλη μερίδα του στρατού, η οποία και θα προχωρούσε στο πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο και την κυβέρνηση Μαρκεζίνη τον Νοέμβριο του 1973.

Ο Δημήτριος Ιωαννίδης

Κύριος εκφραστής της δυσαρέσκειας του στρατού ήταν ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης. Ανήκε στον στενό κύκλο των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 και ήταν ο μόνος από την ηγετική ομάδα που δεν ανέλαβε οποιοδήποτε κυβερνητικό αξίωμα. Σταδιακά, εξελίχθηκε επίσης στον μόνο από την ηγετική ομάδα που ήταν σε θέση να βρίσκεται σε καθημερινή επαφή με τους αξιωματικούς και να αντιλαμβάνεται τις ροπές και τη δυσαρέσκεια που αναπτυσσόταν εντός του σώματος των αξιωματικών.

Μια πρώτη ρήξη στο εσωτερικό των υποστηρικτών του στρατιωτικού καθεστώτος ήταν απότοκος της κρίσης της Κύπρου τον Νοέμβριο του 1967. Η κρίση είχε ξεκινήσει με μια επίδειξη δύναμης της Εθνικής Φρουράς υπό τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα στον τουρκοκυπριακό θύλακο Αγίων Θεοδώρων-Κοφίνου και είχε λήξει με την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από τη Μεγαλόνησο ύστερα από τουρκικό τελεσίγραφο και άσκηση πίεσης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα.

Στο σκεπτικό του Παπαδόπουλου και της ηγετικής ομάδας της χούντας είχε βαρύνει το κόστος για το στρατιωτικό καθεστώς σε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής με την Τουρκία. Αντίθετα, για τους νεότερους αξιωματικούς και τον Ιωαννίδη, που αποτελούσαν τον κορμό των υποστηρικτών του καθεστώτος, η υποχώρηση της Αθήνας ήταν αδικαιολόγητη. Η ελληνική πλευρά, έλεγαν, έπρεπε να ακολουθήσει πολιτική πυγμής έως το τέλος της κρίσης και έτσι να υποχρεώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε παρέμβαση προς την Αγκυρα, καθώς σύμφωνα με την ανάλυση αυτής της μερίδας, ο αμερικανικός παράγοντας θα έκανε οτιδήποτε προκειμένου να αποφευχθεί μια ένοπλη σύγκρουση που θα είχε διαλυτικές συνέπειες για τη συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος λίγο πριν την εκδήλωση του αντι-κινήματος

Επρόκειτο για την κατευθυντήρια γραμμή που θα οδηγούσε τον Ιωαννίδη και τους συνεργάτες του στο πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου τον Ιούλιο του 1974 με αποτέλεσμα την ανεπιστρεπτί πτώσης της χούντας. Τον Δεκέμβριο του 1967, όμως, δεν υπήρχε περιθώριο γι’ αυτή την πολυάριθμη ομάδα ώστε να επιβάλει τις αντιλήψεις της, καθώς πολύ σύντομα εκδηλώθηκε το βασιλικό αντικίνημα (13 Δεκεμβρίου 1967). Ενώπιον του κοινού κινδύνου το ζήτημα παραμερίστηκε και όλες οι ομάδες που είχαν υποστηρίξει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου κινήθηκαν και πάλι για να τον αντιμετωπίσουν.

Η (παταγώδης) αποτυχία της κίνησης του βασιλιά Κωνσταντίνου εδραίωσε την εξουσία του Παπαδόπουλου και των συνεργατών του, αλλά σταδιακά δημιούργησε το έδαφος της αποξένωσής του από μια κρίσιμη μάζα αξιωματικών. Το φθινόπωρο του ‘70 ο Παπαδόπουλος ήλθε σε ρήξη με τον παλαιό συνεργάτη του Νικόλαο Μακαρέζο και άλλους πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος. Διατηρήθηκε στη θέση του λόγω και της συνδρομής του Ιωαννίδη. Αυτός θα κατόρθωνε σταδιακά να αποκτήσει ευρεία υποστήριξη, καθώς έλεγχε το γραφείο προσωπικού του Αρχηγείου Στρατού και ήταν διοικητής της πανίσχυρης Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΣΑ).

Στο πλαίσιο του καθεστώτος αποκτούσαν μεγάλη σημασία ανεπίσημα δίκτυα και ο υποκειμενικός έλεγχος που μπορούσαν να ασκήσουν διάφοροι παράγοντες. Από αυτό το αδιαφανές πλέγμα επωφελήθηκε ο Ιωαννίδης όταν θα διαμορφώνονταν οι κατάλληλες συνθήκες. Παρά συνεπώς τη φαινομενική υπερσυγκέντρωση της εξουσίας εκ μέρους του Παπαδόπουλου, η δυσαρέσκεια μεταξύ των αξιωματικών αυξανόταν και ο έλεγχος που ασκούσε στον στρατό ανεπαίσθητα μειωνόταν.

Η ανοδική τάση των τιμών προς το τέλος του 1972 και τις αρχές του 1973, η τρομοκρατική δραστηριότητα της ΕΟΚΑ Β’ στην Κύπρο από το τέλος του 1972 και η κατάληψη της Νομικής Σχολής τον Φεβρουάριο του 1973, υπογράμμιζαν ένα γενικότερο αίσθημα πολιτικού αδιεξόδου, όπως και η αυθαίρετη αναγόρευση του Παπαδόπουλου σε Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Το κρίσιμο σημείο που εξασφάλισε ευρύτατη υποστήριξη για τον Ιωαννίδη μεταξύ των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου, καθώς αποτελούσε επιβεβαίωση των φόβων ότι η πολιτικοποίηση δεν σήμαινε μόνο επάνοδο των παλαιών πολιτικών και των «χρεοκοπημένων» μεθόδων τους, αλλά και κίνδυνο αποσταθεροποίησης του κοινωνικού καθεστώτος και επικράτησης «αναρχίας».

Η ταχύτητα και η ακρίβεια της εκτέλεσης του πραξικοπήματος Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου και η άμεση εξουδετέρωση του Παπαδόπουλου έδειχναν όχι μόνο την επιχειρησιακή αρτιότητα, αλλά και την έκταση της απομόνωσης του άλλοτε ισχυρού δικτάτορα. Σαφέστατο επίσης θα γινόταν τις επόμενες ημέρες ότι, παρά τις προσδοκίες, η νέα κατάσταση πραγμάτων συνιστούσε υποτροπή της δικτατορίας και όχι διέξοδο προς τη δημοκρατία.

Οι 24 νεκροί του Πολυτεχνείου και ο ακροδεξιός μύθος

Τα τελευταία χρόνια, έρχεται σχεδόν τελετουργικά, μαζί με τους εορτασμούς για τη 17η Νοεμβρίου, μια συζήτηση που προσπαθεί να υπονομεύσει την ίδια την επέτειο και ξεκινάει από μια (εξωφρενική) φιλολογία που έχει ως πυρήνα της την άρνηση των νεκρών του Πολυτεχνείου φτάνοντας τελικά μέχρι τη συνολική υποτίμηση της Μεταπολίτευσης (λόγω της μετέπειτα πορείας των συμμετεχόντων στην εξέγερση) και τη σχετικοποίηση της χούντας.

Το ζήτημα των νεκρών του Πολυτεχνείου; έχει διευκρινιστεί πλήρως, και εμπεριστατωμένα, εδώ και χρόνια από την ενδελεχή έρευνα του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, του ιστορικού που έχει μελετήσει όσο κανείς άλλος την εξέγερση του ‘73. Τα πορίσματα της έρευνάς του είναι αναρτημένα από το ίδιο το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (μπορείτε να τα δείτε ΕΔΩ.)

 

Η ακροδεξιά παραφιλολογία που υποστηρίζει ότι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν υπήρξαν νεκροί βασίζεται σε ένα εξόχως κουτοπόνηρο επιχείρημα: λέει ότι μέσα στο Πολυτεχνείο δεν υπήρξαν νεκροί, λες και η εξέγερση του Πολυτεχνείου συνέβη μόνο και αποκλειστικά μέσα στο Πολυτεχνείο… Δηλαδή, ξαφνικά μέσα σε λίγες ώρες στην Αθήνα υπήρξαν 24 νεκροί από σφαίρες στρατιωτικών και δακρυγόνα αέρια, αλλά αυτό εντάξει είναι κάτι συνηθισμένο που συμβαίνει κάθε μέρα σε μια πόλη; Ε, όχι δα…

Η πρώτη λίστα με τους καταγεγραμμένους νεκρούς της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, όπως δόθηκε σε συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε ο υφυπουργός της χούντας, Σπύρος Ζουρνατζής στις 19 Νοεμβρίου 1973, από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημήτρη Καψάσκη. Αναφέρονται τα ονόματα των νεκρών που είχαν νεκροτομηθεί ως το απόγευμα της Κυριακής 18 Νοεμβρίου 1973.

Όντως μέσα στον περίβολο του Πολυτεχνείου δεν υπήρξαν νεκροί, και αυτό γιατί το καθεστώς είχε απόλυτη επίγνωση ότι η διεθνής κοινότητα τους παρακολουθούσε, αλλά έξω από το Πολυτεχνείο επιτέθηκε με τρομερή αγριότητα στους άοπλους διαδηλωτές. Τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου κάθε κάτοικος της Αθήνας ήταν απροστάτευτος μπροστά στη μανία του καθεστώτος να καταστείλει την εξέγερση.

Αποκορύφωμα των 24 νεκρών; Ο μόλις 5 ετών Δημήτρης Θεοδωράς. Το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου, ενώ διέσχιζε με τη μητέρα του τη διασταύρωση της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας με τη λεωφόρο Παπάγου στου Ζωγράφου, χιλιόμετρα μακριά από το Πολυτεχνείο, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά στρατιωτικής περιπόλου, που βρισκόταν ακροβολισμένη στο λόφο του Αγίου Θεράποντος. Εξέπνευσε ακαριαία και όταν μεταφέρθηκε στο Παίδων, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατος του.

Ο άνδρας που μεταφέρεται μακριά από τα πύρα των οργάνων της χούντας είχε πέσει αιμόφυρτος έξω από την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου, χτυπημένος από ελεύθερο σκοπευτή. Σύμφωνα τη “Μηχανή του Χρόνου”, πρόκειται για τον ναυτικό Γιάννη Συλλογίδη, ο οποίος επέζησε χάρη στις πρώτες βοήθειες που του παρείχε ένας φοιτητής της Ιατρικής.

Ο ακροδεξιός μύθος ότι δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείου είναι πρόσφατος. Για δεκαετίες, η διάχυτη εντύπωση που επικράτησε ήταν ότι στο Πολυτεχνείο είχαν υπάρξει πολύ περισσότεροι νεκροί από όσους είχε παραδεχτεί το καθεστώς (διότι η χούντα, σε αντίθεση με τους νοσταλγούς της, από τις πρώτες μέρες ομολόγησε ότι υπήρξαν νεκροί) ή από όσους είχαν επισημάνει τα επίσημα πορίσματα της Μεταπολίτευσης. Μάλιστα τον πρώτο καιρό της Μεταπολίτευσης ακόμη και ακροδεξιοί παράγοντες, για λόγους που δεν είναι εύκολα ερμηνεύσιμοι, διέσπειραν αβάσιμες φήμες για εκατοντάδες νεκρούς και μαζικούς τάφους.

Μήπως ήταν περισσότεροι οι νεκροί;

Το ζήτημα του ακριβούς αριθμού των νεκρών κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και την επιχείρηση καταστολής της παραμένει ακόμη και σήμερα ένα δισεπίλυτο πρόβλημα. Πρόκειται για ένα θέμα με έντονη πολιτική και ψυχολογική φόρτιση, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται γενικά η προσέγγισή του.

Από τα μέσα του 2002 έχει ξεκινήσει μια ιστορική έρευνα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με τίτλο «Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973». Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας επιχειρείται η συγκέντρωση και επεξεργασία με επιστημονικές μεθόδους τεκμηρίων που αφορούν σε πολλές παραμέτρους των γεγονότων, όπως το χρονικό της εξέγερσης, το επιχειρησιακό σχέδιο για την καταστολή της, η εξέλιξη των γεγονότων έξω από το Πολυτεχνείο κ.ο.κ. Ένα από τα ζητούμενα είναι φυσικά ο αριθμός και η ταυτότητα των θυμάτων.

Αμέσως μετά την εισβολή του στρατού και την εκκένωση του Πολυτεχνείου η χούντα ανακοίνωσε ότι κατά τη διάρκεια των αιματηρών επεισοδίων υπήρξαν 4 νεκροί. Στη συνέχεια ο κατάλογος συμπληρώθηκε σταδιακά, ώστε τελικά ο συνολικός αριθμός των επίσημα αναγνωρισμένων από τη χούντα νεκρών έφθασε τους 15. Ανεξάρτητα όμως του τι παραδεχόταν το καθεστώς, από την πρώτη στιγμή υπήρξαν φήμες για πολύ μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων, φήμες που ήταν προϊόν της ζοφερής ατμόσφαιρας της περιόδου εκείνης και της πλήρους ανυποληψίας των κυβερνητικών ανακοινώσεων. Οι φήμες αυτές έκαναν λόγο για 100, 200, ακόμη και 500 νεκρούς!

Το πιστοποιητικό θανάτου του μαθητή Διομήδη Κομνηνού. Αναφέρεται ότι χτυπήθηκε από πυροβόλο όπλο. Τραυματίστηκε θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που προέρχονταν από άνδρες της φρουράς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. …

Στις 17/11/1974 ο δημοσιογράφος Γρηγόριος Παπαδάτος υπέβαλε στον εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά έναν κατάλογο 59 ονομάτων, ισχυριζόμενος ότι αντιστοιχούσαν σε νεκρούς των ημερών εκείνων. Στον κατάλογο αυτό συγκεντρώνονταν όλα σχεδόν τα ονόματα που είχαν κατά καιρούς ακουστεί μέσα στον κυκεώνα της φημολογίας επί δικτατορίας.

Ο Τσεβάς διαπίστωσε σύντομα ότι ο κατάλογος που του παρουσίασε ο Παπαδάτος δεν ήταν αξιόπιστος, καθώς ορισμένα από τα ονόματα αφορούσαν τραυματίες, ενώ απουσίαζαν ονόματα αναμφισβήτητων νεκρών και γενικότερα «ουδέν ουδαμόθεν προσφέρεται προς επιβεβαίωσίν του». Ο ίδιος ο Παπαδάτος, καταθέτοντας στη δίκη του Πολυτεχνείου, δεν επέμεινε για την ακρίβεια των στοιχείων του.

Ο επόμενος μάρτυρας που προέβη σε «συνταρακτικές αποκαλύψεις» ήταν ο Παντελής Τσαγκουρνής, ένας στρατιώτης που κατά τη διάρκεια των γεγονότων υπηρετούσε στο Πεντάγωνο. Ο Τσαγκουρνής κατέθεσε ότι είχε δει στο Επιτελείο μια αναφορά του συνταγματάρχη Ντερτιλή, βάσει της οποίας «ο μέχρι τότε αριθμός των νεκρών ήταν 423». Στη συγκεκριμένη κατάθεση δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα από έναν δημοσιογράφο ο οποίος έγραψε ολόκληρο βιβλίο βασιζόμενο σε αυτή. Στη συνέχεια ωστόσο ο Τσαγκουρνής ανασκεύασε τους ισχυρισμούς του, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν σίγουρος αν το έγγραφο «έλεγε ότι υπήρχαν 423 νεκροί ή τραυματίαι», ενώ στη δίκη ανέφερε πλέον με βεβαιότητα ότι ο αριθμός αφορούσε νεκρούς και τραυματίες συνολικά.

Στις 9 Οκτωβρίου 1974 παρουσιάστηκε στον Τσεβά ο Δημήτριος Πίμπας, πρώην πράκτορας της ΚΥΠ που είχε δράσει στο Πολυτεχνείο ως προβοκάτορας, ο οποίος και δήλωσε ότι «οι τύψεις συνειδήσεως με οδήγησαν στο γραφείο σας, θα τα αποκαλύψω όλα», ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε σε «450 νεκρούς και ομαδικούς τάφους», για τους οποίους είχε, υποτίθεται, ακούσει να μιλάνε κάποιοι αξιωματικοί στην ΚΥΠ. Οι αναφορές του Πίμπα για ομαδικούς τάφους έδωσαν την αφορμή στον τότε δήμαρχο Ζωγράφου (και μετέπειτα δήμαρχο Αθηναίων), Δημήτρη Μπέη, να προτείνει την ανασκαφή της βορειοανατολικής πλευράς του νεκροταφείου, προκειμένου να ανακαλυφθούν οι νεκροί του Πολυτεχνείου. Ποτέ δεν μάθαμε τα αποτελέσματα αυτών των ανασκαφών. Στο μεταξύ, ο Πίμπας βρέθηκε ο ίδιος κατηγορούμενος για τη δράση του στο Πολυτεχνείο και στην απολογία του δεν αναφέρθηκε πλέον καθόλου σε νεκρούς και ομαδικούς τάφους, αρκούμενος στη δικαιολόγηση της προσωπικής του εμπλοκής.

Το πόρισμα Τσεβά

Στο πόρισμά του (14/10/1974) ο εισαγγελέας Τσεβάς σημείωνε εισαγωγικά: «Ανεξιχνίαστος παραμένει εισέτι ο ακριβής αριθμός των νεκρών. Σύντονοι κατεβλήθησαν προς την κατεύθυνσιν αυτήν προσπάθειαι και πέραν των αμέσως ή εμμέσως περιερχομένων εις γνώσιν μου, έκκλησις διά του Τύπου δημοσία διετυπώθη, όπως καταγγελθώσιν ή αναφερθώσι περιπτώσεις θανάτων ή και εξαφανίσεων ατόμων συνεπεία των γεγονότων του Πολυτεχνείου (…). Κατά την διαδρομήν της ερεύνης εβεβαιώθησαν ή και απλώς επιθανολογήθησαν περιστατικά εδραιούντα παρ’ εμοί την πεποίθησιν ότι οι νεκροί εκ των γεγονότων του Πολυτεχνείου υπήρξαν περισσότεροι των επισήμως ανακοινωθέντων».

Ο Τσεβάς εκτιμούσε ότι ο αριθμός των νεκρών μπορεί να φθάνει τους 34 (18 επώνυμους και 16 ανώνυμους), τους οποίους διέκρινε σε τρεις κατηγορίες:

α) Επισήμως ανακοινωθέντες νεκροί, στους οποίους περιλάμβανε τους γνωστούς 15.

β) Νεκροί πλήρως βεβαιωθέντες, στους οποίους περιλάμβανε άλλους

γ) Νεκροί βασίμως προκύπτοντες, στους οποίους συγκατέλεγε 16 ανώνυμους νεκρούς, για τους οποίους υπήρξαν επώνυμες καταθέσεις.

Σε αυτούς συγκαταλέγονται 10 που προέκυψε ότι διακομίστηκαν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, χωρίς να καταχωρηθούν επισήμως.

Εισάγοντας τη δικογραφία στο Συμβούλιο Εφετών (28/7/1975) ο αντιεισαγγελέας Ιωάννης Ζαγκίνης πρότεινε την παραπομπή των κατηγορουμένων για 23 ανθρωποκτονίες και 126 απόπειρες ανθρωποκτονίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ζαγκίνης πρόσθεσε 4 ακόμη επώνυμους νεκρούς και παρέλειψε έναν από τους 18 του πορίσματος Τσεβά, ενώ παράλληλα δέχτηκε μόνον 2 από τα 16 ανώνυμα θύματα που περιείχε το πόρισμα.

Ο «επίσημος» κατάλογος, που έχει συνταχθεί με μέριμνα κυρίως της Προοδευτικής Ένωσης Μητέρων Ελλάδας (ΠΕΜΕ), περιλαμβάνει 88 ονόματα, που δεν αναφέρονται πλέον αποκλειστικά στην περίοδο του Νοεμβρίου 1973, αλλά σε όλο το χρονικό διάστημα της δικτατορίας 1967-74. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν όλες οι γνωστές περιπτώσεις των θυμάτων της χούντας, από τα θύματα του πραξικοπήματος και τους λιγότερο ή περισσότερο ανεξιχνίαστους θανάτους επώνυμων αντιπάλων του καθεστώτος, μέχρι τους αγωνιστές που έχασαν τη ζωή τους προβαίνοντας σε πράξεις αντίστασης και φυσικά τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.

Η συγκέντρωση όλων αυτών των δεδομένων αποτέλεσε το πρώτο στάδιο της έρευνάς μας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Κάθε στοιχείο που είδε το φως της δημοσιότητας όλα αυτά τα χρόνια, οι επίσημες ανακοινώσεις του καθεστώτος, οι πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στον παράνομο Τύπο της εποχής, οι αγγελίες κηδειών στις εφημερίδες, οι κάθε προέλευσης λίστες που έκαναν την εμφάνισή τους μετά τη μεταπολίτευση, οι προανακριτικές και ανακριτικές έρευνες, οι συνεντεύξεις συγγενών, οι καταθέσεις μαρτύρων στη δίκη του 1975, συγκεντρώνονται, αποδελτιώνονται, συσχετίζονται κριτικά, αναζητείται η γενεαλογία τους, εντοπίζονται οι αλληλοεπικαλύψεις, οι παρανοήσεις, τα λάθη στην αντιγραφή και οι μεταξύ τους παρεκκλίσεις. Η έρευνα προχωρά έτσι στη συγκρότηση ενός καταλόγου, ο οποίος παραμένει προσωρινός, καθώς εξακολουθεί συνεχώς να εμπλουτίζεται και να διορθώνεται.

Για κάθε περίπτωση συγκροτείται ένας ιδιαίτερος φάκελος, με βιογραφικά στοιχεία, τις συνθήκες θανάτου και αναλυτική παράθεση όλων των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν με συγκεκριμένα στοιχεία. Μέχρι τη στιγμή αυτή έχουν καταγραφεί 24 πλήρως τεκμηριωμένες περιπτώσεις, όπως καταγράφονται συνοπτικά στον συνημμένο κατάλογο. Παράλληλα, έχει συγκροτηθεί ένας κατάλογος δεκαέξι 16 ανώνυμων περιπτώσεων που είχε θεωρηθεί σε κάποια στιγμή της διαδικασίας ότι «προκύπτουν βασίμως» ως νεκροί από επίσημες, επώνυμες και σχετικά αξιόπιστες καταθέσεις, με συγκεκριμένα στοιχεία.

Τέλος, η έρευνα έχει θέσει στο μικροσκόπιο 30 επώνυμες περιπτώσεις, που εμφανίζονται επίμονα στους περισσότερους καταλόγους από το 1974 μέχρι και σήμερα, χωρίς να έχουν ποτέ τεκμηριωθεί.

Οι 24 νεκροί του Πολυτεχνείου

  • Σπυρίδων Κοντομάρης του Αναστασίου, 57 ετών, δικηγόρος (πρώην βουλευτής Κερκύρας της Ένωσης Κέντρου), κάτοικος Αγίου Μελετίου, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 20.30-21.00, ενώ βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Σταύρου & Σταδίου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
  • Διομήδης Κομνηνός του Ιωάννη, 17 ετών, μαθητής, κάτοικος Λευκάδος 7, Αθήνα. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.30 και 21.45, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στη διασταύρωση των οδών Αβέρωφ & Μάρνη, τραυματίστηκε θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που έριξαν εναντίον του άνδρες της φρουράς του Υπουργείου δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (όπως λεγόταν τότε το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο).
  • Σωκράτης Μιχαήλ57 ετών, εμπειρογνώμων ασφαλιστικής εταιρείας, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.00 και 22.30, ενώ βρισκόταν μεταξύ των οδών Μπουμπουλίνας και Σόλωνος, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί απόφραξη της αριστεράς στεφανιαίας. Μεταφέρθηκε ημιθανής στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. (Γ´ Σεπτεμβρίου), όπου και πέθανε.
  • Toril Margrethe Engeland του Per Reidar, 22 ετών, φοιτήτρια από το Molde της Νορβηγίας. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο στήθος από πυρά της φρουράς του Υπουργείου δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» και αργότερα, νεκρή ήδη, στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Αιγυπτία Τουρίλ Τεκλέτ» και η παρεξήγηση αυτή επιβιώνει ακόμη σε κάποιους «καταλόγους νεκρών».
  • Βασίλειος Φάμελλος του Παναγιώτη, 26 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από τον Πύργο Ηλείας, κάτοικος Κάσου 1, Κυψέλη, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της φρουράς του Υπουργείου δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών.
  • Γεώργιος Σαμούρης του Ανδρέα, 22 ετών, φοιτητής Παντείου, από την Πάτρα, κάτοικος πλατείας Κουντουριώτου 7, Κουκάκι. Στις 16.11.1973 γύρω στις 24.00, ενώ βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του Πολυτεχνείου (Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων), τραυματίστηκε θανάσιμα στον τράχηλο από πυρά της αστυνομίας. Μεταφέρθηκε στο πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου, όπου απεβίωσε. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Χαμουρλής».
  • Δημήτριος Κυριακόπουλος του Αντωνίου, 35 ετών, οικοδόμος, από τα Καλάβρυτα, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Κατά τις βραδινές ώρες της 16.11.1973, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια και στη συνέχεια κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, συνεπεία των οποίων πέθανε από οξεία ρήξη αορτής, τρεις ημέρες αργότερα, στις 19.11.1973, ενώ μεταφερόταν στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ.
  • Σπύρος Μαρίνος του Διονυσίου, επονομαζόμενος Γεωργαράς, 31 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από την Εξωχώρα Ζακύνθου. Κατά τις βραδινές ώρες της 16.11.1973, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Μεταφέρθηκε στο Θεραπευτήριο Πεντέλης, όπου πέθανε τη δευτέρα, 19.11.1973, από οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τάφηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου στις 9.9.1974, έγινε τελετή στη μνήμη του.
  • Νικόλαος Μαρκούλης του Πέτρου, 24 ετών, εργάτης, από το Παρθένι Θεσσαλονίκης, κάτοικος Χρηστομάνου 67, Σεπόλια, Αθήνα, εργάτης. Κατά τις πρωινές ώρες της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στην πλατεία Βάθης, τραυματίστηκε στην κοιλιά από ριπή στρατιωτικής περιπόλου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε τη δευτέρα 19.11.1973.
  • Αικατερίνη Αργυροπούλου σύζυγος Αγγελή, 76 ετών, κάτοικος Κέννεντυ και Καλύμνου, Άγιοι Ανάργυροι Αττικής. Στις 10.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της, τραυματίστηκε στην πλάτη από σφαίρα. διακομίστηκε στην κλινική «Παμμακάριστος» (Κάτω Πατήσια), όπου νοσηλεύτηκε επί ένα μήνα και κατόπιν μεταφέρθηκε στο σπίτι της, όπου πέθανε συνεπεία του τραύματός της μετά από ένα εξάμηνο (Μάιος 1974).
  • Στυλιανός Καραγεώργης του Αγαμέμνονος, 19 ετών, οικοδόμος, κάτοικος Μιαούλη 38, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 10.15 το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στην οδό Πατησίων, μεταξύ των κινηματογράφων «Αελλώ» και «Ελληνίς», τραυματίστηκε από ριπή πολυβόλου που έριξε εναντίον τους περίπολος πεζοναυτών που επέβαινε ενός τεθωρακισμένου οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου πέθανε μετά από 12 μέρες, στις 30.11.1973.
  • Μάρκος Καραμανής του Δημητρίου, 23 ετών, ηλεκτρολόγος, από τον Πειραιά, κάτοικος Χίου 35, Αιγάλεω. Στις 10.30 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα πολυκατοικίας επί της πλατείας Αιγύπτου 1, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Λυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Μεταφέρθηκε στην κλινική «Παντάνασσα».
  • Αλέξανδρος Σπαρτίδης του Ευστρατίου, 16 ετών, μαθητής, από τον Πειραιά, κάτοικος Αγίας Λαύρας 80, Αθήνα. Στις 10.30 με 11.00 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Κότσικα, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Λυμπέρης του 573ου Τάγματος Πεζικού). Με διαμπερές τραύμα μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου τον βρήκε νεκρό ο πατέρας του.
  • Δημήτριος Παπαϊωάννου60 ετών, διευθυντής Ταμείου Αλευροβιομηχάνων, κάτοικος Αριστομένους 105, Αθήνα. Γύρω στις 11.30 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Ομονοίας, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του συνεπεία εμφράγματος.
  • Γεώργιος Γεριτσίδης του Αλεξάνδρου, 47 ετών, εφοριακός υπάλληλος, κάτοικος Ελπίδος 29, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 12.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητό του στα Νέα Λιόσια, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά που διέσχισαν τον ουρανό του αυτοκινήτου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.
  • Βασιλική Μπεκιάρη του Φωτίου, 17 ετών, εργαζόμενη μαθήτρια, από τα Αμπελάκια Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Μεταγένους 8, Νέος Κόσμος. Στις 12.00 το μεσημέρι της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα του σπιτιού της, τραυματίστηκε θανάσιμα στον αυχένα από πυρά. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και στη συνέχεια στον «Ευαγγελισμό», όπου πέθανε αυθημερόν.
  • Δημήτρης Θεοδωράς του Θεοφάνους, 5 ετών, κάτοικος Ανακρέοντος 2, Ζωγράφου. Στις 13.00 της 17.11.1973, ενώ διέσχιζε με τη μητέρα του τη διασταύρωση της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας με τη λεωφόρο Παπάγου στου Ζωγράφου, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά στρατιωτικής περιπόλου με επικεφαλής αξιωματικό (πιθανόν ο ίλαρχος Σπυρίδων Σταθάκης του Κ.Ε.Τ/Θ), που βρισκόταν ακροβολισμένη στο λόφο του Αγίου Θεράποντος. Εξέπνευσε ακαριαία και όταν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο των Παίδων, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
  • Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας, 43 ετών, Αφγανός τουρκικής υπηκοότητας, ταχυδακτυλουργός, κάτοικος Μύρων 10, Άγιος Παντελεήμονας, Αθήνα. Στις 13.00 της 17.11.1973, ενώ βάδιζε με τον 13χρονο γιο του στη διασταύρωση των οδών Χέυδεν και Αχαρνών, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από ριπή μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε απευθείας στο νεκροτομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
  • Αλέξανδρος Παπαθανασίου του Σπυρίδωνος, 59 ετών, συνταξιούχος εφοριακός, από το Κεράσοβο Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Νάξου 116, Αθήνα. Στις 13.30 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε με τις ανήλικες κόρες του στη διασταύρωση των οδών δροσοπούλου και Κύθνου, απέναντι από το ΙΣΤ´ Αστυνομικό Τμήμα, βρέθηκε εν μέσω πυρών, προερχομένων από τους αστυνομικούς του Τμήματος, με αποτέλεσμα να πάθει συγκοπή. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
  • Ανδρέας Κούμπος του Στεργίου, 63 ετών, βιοτέχνης, από την Καρδίτσα, κάτοικος Αμαλιάδος 12, Κολωνός. Γύρω στις 11.00 με 12.00 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Γ´ Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, τραυματίστηκε στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και τέλος στο Κ.Α.Τ., όπου και πέθανε στις 30.1.1974.
  • Μιχαήλ Μυρογιάννης του Δημητρίου, 20 ετών, ηλεκτρολόγος, από τη Μυτιλήνη, κάτοικος Ασημάκη Φωτήλα 8, Αθήνα. Στις 12.00 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά περιστρόφου αξιωματικού του Στρατού (αυτουργός ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ντερτιλής). Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.
  • Κυριάκος Παντελεάκης του Δημητρίου, 44 ετών, δικηγόρος, από την Κροκέα Λακωνίας, κάτοικος Φερρών 5, Αθήνα. Στις 12.00 με 12.30 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, τραυματίστηκε θανάσιμα από πυρά διερχομένου άρματος μάχης. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου και πέθανε στις 27.12.1973.
  • Ευστάθιος Κολινιάτης47 ετών, από τον Πειραιά, κάτοικος Νικοπόλεως 4, Καματερό Αττικής. Κτυπήθηκε στις 18.11.1973 από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων πέθανε στις 21.11.1973.
  • Ιωάννης Μικρώνης του Αγγέλου, 22 ετών, φοιτητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, από την Άνω Αλισσό Αχαΐας. Συμμετείχε στην κατάληψη του Πανεπιστημίου Πατρών. Κτυπήθηκε μετά τα γεγονότα, υπό συνθήκες που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες. Συνεπεία της κακοποίησής του υπέστη ρήξη του ήπατος, εξαιτίας της οποίας πέθανε στις 17.12.1973 στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλευόταν. Σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, ο τραυματισμός του συνέβη στην Πάτρα, άλλες όμως πληροφορίες τον τοποθετούν στην Αθήνα. Η περίπτωσή του παραμένει υπό έρευνα. Σε ορισμένους καταλόγους νεκρών αναφέρεται ανακριβώς ως «Κώστας Μικρώνης».

Ο φωτορεπόρτερ που απαθανάτισε την εισβολή του τανκ

Ο νεαρός φωτορεπόρτερ κατεβάζει την μηχανή, έχοντας τραβήξει τρία τελευταία κλικ. Ο ίδιος έχει προχωρήσει πιο κοντά στην πύλη του Πολυτεχνείου, επί της Πατησίων, που λίγα λεπτά πριν έχει γκρεμιστεί από το τανκ.

Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας, ο οποίος είναι ο μοναδικός φωτοειδησεογράφος στο πεδίο, έχει κάνει μεταβολή και βαδίσει προς την κατεύθυνση της Ομόνοιας. Ένα λεπτό νωρίτερα, δυο αστυνομικοί τον είχαν χτυπήσει με μεγάλα ξύλα. Απέφυγε το πλήγμα στο κεφάλι με κινήσεις μποξέρ. Τρέχοντας, κάνει ζιγκ-ζαγκ για να αποφύγει πιθανά πυρά.

Στο ύψος της Χαλκοκονδύλη συναντά ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας. Περνάει ψύχραιμα ανάμεσα από τους αξιωματικούς που δεν τον σταματάνε. Μέσα σε λίγα λεπτά έχει φτάσει στα γραφεία του Associated Press στην Ακαδημίας 27 για να τυπώσει και να στείλει τις εμβληματικές φωτογραφίες, που το επόμενο πρωί θα κοσμούσουν πολλά πρωτοσέλιδα ανά τον κόσμο. Ο 86χρονος σήμερα Αριστοτέλης Σαρρηκώστας ήταν ο φωτορεπόρτερ που απαθανάτισε την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο. Που απαθανάτισε ένα μεγάλο κεφαλαίο της ελληνικής ιστορίας.

Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

Θυμάται καλά εκείνες τις ημέρες (σε παλιότερη συνέντευξή του στην «Καθημερινή»): «Στην αρχή οι αστυνομικοί πυροβολούσαν τους πάντες με σφαίρες από καουτσούκ, την ημέρα. Χτυπούσαν και τους φωτορεπόρτερ, δεν μας άφηναν να φωτογραφίζουμε αυτά που έκαναν, βιαιοπραγίες, συλλήψεις κι όλα αυτά…».

«Την πρώτη μέρα, σχηματίστηκε ένα συμβούλιο από τους συνδικαλιστές φοιτητές και αποφάσισαν να οργανωθούν. Κάλεσαν τους ξένους δημοσιογράφους και μας εξήγησαν τους λόγους που έκαναν την κατάληψη», τόνισε. «Στην press conference, κοιτάζοντάς στα μάτια τους, κατάλαβα ότι θα το πήγαιναν μέχρι τέλους».

Όσο για τη δουλειά του; «Ως φωτορεπόρτερ, φωτογραφίζαμε την ημέρα, παρά τον κίνδυνο να μας πυροβολήσουν. Αλλά το βράδυ όλα τα κτίρια γύρω από το Πολυτεχνείο ήταν κατειλημμένα από ακροβολιστές αστυνομικούς, που πυροβολούσαν κατά βούληση με πραγματικά πυρά. Η ίδια η χούντα είχε ανακοινώσει τότε ότι έχουν 18 νεκρούς, όχι εντός του Πολυτεχνείου, στα πέριξ».

Το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου, στους δρόμους δεν κυκλοφορεί ψυχή. Ο Σαρρηκώστας βρίσκεται στα γραφεία του AP στην Ακαδημίας. Από το μπαλκόνι ακούει το θόρυβο από τις ερπύστριες των τανκς – ο ήχος έφτανε από την πλευρά της Βασιλίσσης Σοφίας: «Έτρεξα αμέσως στην αίθουσα των δημοσιογράφων και πήγα στον ελληνοαμερικανό διευθυντή μου και του είπα: “έλα να ακούσεις!”. Μου απαντάει: “πάρε τις μηχανές και τρέχα”, ήταν η ώρα 9 το βράδυ».

Ο διευθυντής του είχε ένα αυτοκίνητο μάρκας Jaguar με ξένες πινακίδες. Μαζί με τον Σαρρηκώστα, που έχει φορτωθεί με κάμερες και φιλμ, μπαίνουν στο όχημα και κατεβαίνουν την Ακαδημίας. Εκεί στρίβουν προς την Πανεπιστημίου: «Πέσαμε πάνω στην φάλαγγα από 10 ή 12 τανκς. Προσπαθούσαμε να βρούμε ένα χώρο να μπούμε ενδιάμεσα, να μην είμαστε μακριά από την φάλαγγα. Φανταστείτε την σκηνή – μια φάλαγγα από 10-12 τανκς και δίπλα μια Jaguar».

Όταν φτάνουν, κινδύνεψε η ζωή τους: «Στο Πανεπιστήμιο μπροστά, μας πλησιάζει ένα αστυνομικό όχημα, το μόνο που κυκλοφορούσε. Κατεβάζει ο αστυνομικός οδηγός το παράθυρο και μας περιέλουσε με επίθετα, βρισιές. Και έβγαλε το περίστροφο. Μας απείλησε να μας σκοτώσει. Ο διευθυντής μου σοκαρίστηκε. Του απαντάω, “ηρέμησε να δούμε τι θα κάνω”. Έπρεπε να σκεφτώ τι να κάνω μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου».

Ο Σαρρηκώστας δρα ευρηματικά, παίζει με την ψυχολογία του αστυνομικού οργάνου. Κατεβάζει το παράθυρο και χωρίς να πει κουβέντα στον οδηγό με το περίστροφο, βάζει το δάκτυλο του στο ύψος της μύτης του και κάνει ένα παρατεταμένο “ςςςςς” με άγριο ύφος. «Λέω, ή θα τραβήξει την σκανδάλη ή θα πιάσει το κόλπο. Αυτός ψάρωσε, δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Υποθέτω ότι βλέποντας τις αγγλικές πινακίδες, τι θα είπε: CIA, Intelligence Service, κάτι τέτοιο μας πέρασε. Ήμασταν νέα παιδιά τότε, κουρεμένοι… Μίλησε με τον διπλανό του, έκαναν δεξιά και φύγανε, μας άφησαν να συνεχίσουμε στη φάλαγγα».

Στις 3 το πρωί, κι ενώ είναι δίπλα σε αστυνομικούς, ακούει καθαρά τον λοχία να μιλάει στο τηλέφωνο, να λέει «μάλιστα, διατάξτε». Στις 3 παρά πέντε, αφού ο Λοχίας λέει μερικά «μάλιστα, μάλιστα», γύρισε τον πυργίσκο ανάποδα και έκανε και όπισθεν όλο το τανκ. «Έκανα τον σταυρό μου εγώ και λέω θα πήρε εντολή να φύγει, άρα τελείωσε η ιστορία. Δεν ήθελα να φωτογραφίσω πράγματα που δεν μου άρεσαν στην πατρίδα μου μέσα».

Η εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο

«Αφού φουλάρισε τη μηχανή κι έβγαλε μια κάπνα τρομερή, με όση δύναμη είχε πήγε και έπεσε πάνω στην είσοδο του Πολυτεχνείου. Οι άνθρωποι που ήταν πάνω στα δύο κολονάκια, στην είσοδο- -με πανό, σημαίες- άλλοι έπεσαν έξω, άλλοι έπεσαν μέσα, δεξιά κι αριστερά. Πίσω από την σιδερένια πόρτα, οι φοιτητές είχαν τοποθετήσει ένα αυτοκίνητο, μια Μερσεντές, κάποιου πρυτάνεως υποθέτω. Το τανκ με την δύναμη που πήγε, την Μερσεντές την έλιωσε αφού έριξε την σιδερένια πόρτα και την πήγε 10-12 μέτρα μέσα στην αυλή του Πολυτεχνείου».

Αφού άνοιξε η πύλη, αστυνομικοί και λοκατζήδες εισήλθαν στο χώρο του ιδρύματος. «Εκείνη την στιγμή άκουσα εκατοντάδες πυροβολισμούς, πολλά βογγητά, φωνές». Ο ίδιος έχει υποστεί σοκ από τα όσα βλέπει. «Προσπάθησα να συνέλθω αμέσως, με την έννοια ότι δεν περίμενα αυτό που έγινε, ήταν ξαφνικό».

Όσο για τις φωτογραφίες; «Τράβηξα τρια καρέ. Με είδαν αστυνομικοί που ήταν δίπλα στο τανκ. Και με ξύλα 2 μέτρα, όχι γκλομπς, με βρίζουν και τα σηκώνουν σημαδεύοντας το κεφάλι μου. Προσπάθησα με κινήσεις μποξ, δεξιά και αριστερά, να τα αποφύγω. Με χτύπησε στον ώμο το ξύλο του ενός. Κάνω μεταβολή και αρχίζω να τρέχω με ζιγκ-ζαγκ γιατί ο ένας πάει να βγάλει το περίστροφο». Προσπαθεί με κομμένη την ανάσα να καταφέρει να διαφύγει. «Εκείνη την ώρα, στην Κάνιγγος, οι αστυνομικοί έχουν κάνει έναν κλοιό με τριάδες. Με περίσσιο θράσος προσπαθώ να περάσω ανάμεσα τους, περνάω δίπλα από έναν αξιωματικό. Με κοίταξε καλά καλά και δεν έκανε τίποτα. Έφτασα στο γραφείο κι άρχισα να εμφανίζω τα φιλμ».

«Έστελνα φωτογραφίες μέχρι τις 6 το πρωί στην έδρα του AP στην Νέα Υόρκη». Κάθε ασπρόμαυρη φωτογραφία χρειαζόταν 21 λεπτά για να σταλεί. Η σκέψη του όμως παρέμενε στο Πολυτεχνείου και στο τι απέγιναν οι άνθρωποι εκεί.

Και κάπως έτσι, ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας απαθανάτισε την ιστορία με τη δική του ματιά…

Η πρώτη επέτειος για το Πολυτεχνείο

Ο επίσημος εορτασμός της πρώτης επετείου από την εξέγερση του Πολυτεχνείου ορίστηκε για τις 22-24 Νοεμβρίου 1974, ύστερα από την απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή για διεξαγωγή των πρώτων βουλευτικών εκλογών στις 17 Νοεμβρίου.

Ο πρώτος εορτασμός της επετείου

Η πρόταση της ΚΝΕ ήταν να μεταφερθεί ο εορτασμός μερικές ημέρες αργότερα, κάτι που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους αριστεριστές, θεωρώντας πως δεν είναι μια κινητή γιορτή και βέβαια πως η όλη διαδικασία αποτελεί προσβολή προς τους νεκρούς. Στις επακόλουθες διαδηλώσεις -έγιναν δυο ξεχωριστές- ακούγεται το σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο» και ξάφνου η επέτειος του Πολυτεχνείου αποκτά συγγενικούς δεσμούς με τη γενιά της Κατοχής. Από την άλλη πλευρά όμως, δίχασε τον φοιτητικό κόσμο και γέννησε έναν προβληματισμό για την «ταυτότητα» του εορτασμού της επετείου.

Παρά την υιοθέτηση της πρότασης για τη μετάθεση του εορτασμού απ’ όλους τους πολιτικούς φορείς, ποικίλες οργανώσεις και επιτροπές σχολών απηύθυναν καλέσματα συγκεντρώσεων στο χώρο του Πολυτεχνείου ήδη από τις 12 Νοεμβρίου. Η παρουσία του κόσμου στο Πολυτεχνείο ήταν καθημερινή, ενώ κορυφώθηκε στις 24 Νοεμβρίου με την μεγαλειώδη πορεία προς τα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ και την πρεσβεία των ΗΠΑ, όπου υπολογίζεται πως συμμετείχαν περίπου 1.000.000 άτομα!

Στις 24 Νοεμβρίου 1974, η Μαρία Φαραντούρη, ο Αντώνης Καλογιάννης και ο Νίκος Ξυλούρης τραγουδούν αγκαλιασμένοι και συγκινημένοι στα σκαλιά του Πολυτεχνείου τα «Τραγούδια της Φωτιάς», ενώ βρίσκονται περιτριγυρισμένοι από πλήθος κόσμου.

Φαραντούρη, Καλογιάννης και Ξυλούρης τραγουδούν αγκαλιασμένοι στα σκαλιά του Πολυτεχνείου

Οι εκλογές έγιναν την ημερομηνία που είχαν προκηρυχτεί, αναδεικνύοντας ως πρώτο κόμμα τη Νέα Δημοκρατία με 54.37%, σχηματίζοντας μια κυβέρνηση με λαϊκή εντολή. Δεύτερο κόμμα ήταν Ένωση Κέντρου που είχε συνασπιστεί με τις Νέες Δυνάμεις και ποσοστό 20.42% , τρίτο το ΠΑΣΟΚ με 13.58% και τέταρτη την Ενωμένη Αριστερά, που αποτελούνταν από το ΚΚΕ, το ΚΚΕ Εσωτερικού και την ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) και ποσοστό 9.47%. Η Επταετία της Χούντας έλαβε οριστικά τέλος, μετά και το πέρας των εκλογών…

Σε ποιον ανήκει η κεφαλή στο προαύλιο του Πολυτεχνείου;

Η μεγάλη κεφαλή στο προαύλιο του ΕΜΠ αποτελεί το εμβληματικό μνημείο στο οποίο μικροί και μεγάλοι αφήνουν ένα λουλούδι, τιμώντας τους αγωνιστές του Πολυτεχνείου.

Και στις φετινές εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο, άγαλμα-κεφαλή θα είναι το σημείο όπου φοιτητές, μαθητές, πολιτικές οργανώσεις και εκπρόσωποι κομμάτων αφήνουν στεφάνια ή ένα λουλούδι. Η κεφαλή, ωστόσο, έχει μια διαφορετική ιστορία από εκείνη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973. Παρά ταύτα, έχει καθιερωθεί ως μνημείο των απανταχού φοιτητών που αγωνίστηκαν απέναντι σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Η μεγάλη κεφαλή στο προαύλιο του ΕΜΠ

Η διάσημη κεφαλή στο Πολυτεχνείο είναι ένα έργο του γλύπτη Μέμου Μακρή, ενός αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης κατά τη γερμανική κατοχή, από τον οποίο αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα το 1964.

Παρά το πλούσιο έργο του, ο Μακρής έγινε ευρύτερα γνωστός στην Ελλάδα όταν δημιούργησε το κεφάλι που βρήκε θέση στο προαύλιο του Πολυτεχνείου. Η κεφαλή στο Πολυτεχνείο έχει τη μορφή του κεφαλιού του καθηγητή Νίκου Σβορώνου, ενός σημαντικού Έλληνα ιστορικού.

Ο Σβορώνος (1911-1989), γεννηθείς στη Λευκάδα, μετά τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Αθηνών, εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ (1943) και συνέδραμε στην έκδοση του παράνομου περιοδικού «Πρωτοπόροι». Στη συνέχεια μπήκε στις τάξεις του ΕΛ.ΑΣ, όπου διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Βύρωνα-Καισαριανής.

Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Απελάθηκε από τη Γαλλία το 1950, λόγω των αριστερών πολιτικών πεποιθήσεών του και βρήκε πολιτικό άσυλο στην Ουγγαρία. Εκεί δραστηριοποιήθηκε ενεργά στην καλλιτεχνική, πολιτική και πολιτιστική κίνηση της χώρας, όπου καθιερώθηκε ως ένας από τους γλύπτες που εξέφραζαν την επίσημη αισθητική του κράτους με συνθέσεις μέσα στο πνεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Το 1964, του αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα, την οποία επανέκτησε το 1975 μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το 1978 στην Εθνική Πινακοθήκη, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναδρομική έκθεσή του στην Ελλάδα. Δίδαξε στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Κρήτης, διετέλεσε μέλος της διοικούσας επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Αθηνών (1976) και Θεσσαλονίκης (1977).

newpost.gr

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.