Πόσο συχνά η Ελλάδα θα καλύπτεται από λάσπη και νερό – Η μεγάλη απειλή για την “πρωταθλήτρια” Αττική

Οι εικόνες από τις περιοχές της Μαγνησίας, της Καρδίτσας και της Λάρισας μοιάζουν απίστευτες ή έστω από αλλού φερμένες. Ολόκληρα χωριά βυθίστηκαν στο νερό και τη λάσπη, με ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους και άλλους περιουσίες και κόπους μίας ζωής. Τι ακριβώς συνέβη στον Θεσσαλικό Κάμπο;

Οι απαντήσεις πάνω σε αυτό το ζήτημα προφανώς και δεν είναι απλές. Επίσης δεν είναι μόνο τεχνικές ή μόνο πολιτικές. Είναι απαραίτητο όμως να δοθούν, ιδίως από τη στιγμή που η κλιματική κρίση δεν είναι πια μία δυστοπική προβολή στο μέλλον αλλά αντιθέτως μία νέα πραγματικότητα την οποία οι ανθρώπινες κοινωνίες πρέπει να διαχειριστούν.

Προκειμένου να βοηθηθούμε στην προσπάθεια να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβη στον Κάμπο, απευθυνθήκαμε στον Βασίλη Μπέλλο που είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Μηχανικών του Περιβάλλοντος στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης.

Τον ρωτήσαμε για τη φυσική καταστροφή, τις ανθρώπινες παραλείψεις και τις περιοχές της χώρας που βρίσκονται στη ζώνη επικινδυνότητας για επανάληψη τέτοιων φαινομένων.

Η επιστήμη σας, φαντάζομαι, στηρίζεται πολύ σε εκτιμήσεις. Στους χάρτες για την επικινδυνότητα πλημμυρικών φαινομένων συγκαταλέγονταν και οι περιοχές του Κάμπου που τελικά επλήγησαν;

Πράγματι, στους χάρτες αυτούς υπάρχει μια αλληλοεπικάλυψη των περιοχών που όντως επλήγησαν και των περιοχών που εκτιμήθηκε ότι για διάφορα πιθανοτικά σενάρια βροχής θα πλημμυρίσουν. Για να πούμε όμως και τον αντίλογο, οι χάρτες αυτοί φτιάχτηκαν πάνω σε ένα προβληματικό πλαίσιο. Είναι τελείως αποσπασματικοί καθότι δεν έγιναν με ενιαίες παραδοχές αφού η συνολική δουλειά χωρίστηκε σε διάφορες εργολαβίες.

Επίσης δεν λήφθηκαν υπόψη αρκετές από τις δυνατότητες που έχουμε στην εποχή μας, όπως είναι τα εξελιγμένα υπολογιστικά μοντέλα, η υψηλής ανάλυσης γεωγραφική πληροφορία που πλέον είναι διαθέσιμη, καθώς και η υψηλή εξειδίκευση των μηχανικών μας οι οποίοι στελεχώνουν τις μελετητικές εταιρείες.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι παρόλο που τα υπολογιστικά μοντέλα για την κατασκευή των χαρτών παραδόθηκαν από τους μελετητές στις αρμόδιες υπηρεσίες, δεν υπάρχει κανένας φορέας που να πάρει αυτά τα εργαλεία και να τα μετατρέψει σε επιχειρησιακά, ούτως ώστε κάθε φορά που υπάρχει κάποια ένδειξη για επερχόμενη καταιγίδα να μπορεί να γίνει κάποια εκτίμηση για τις συνέπειες αυτής στο έδαφος.

Για να δούμε όμως λίγο το πράγματα στην ουσία τους, θα πρέπει να εξηγήσουμε και το νομικό πλαίσιο πάνω στο οποίο εκπονήθηκαν αυτές οι μελέτες. Αυτό δεν είναι άλλο από την οδηγία για τις πλημμύρες της ΕΕ 2007/60. Πέρα από τις πολλές ελλείψεις αυτής της οδηγίας, η κύρια κατά τη γνώμη μου προβληματική είναι ότι το όλο πνεύμα της διέπεται από την ανάλυση κόστους-οφέλους. Αυτή η ανάλυση πράγματι έρχεται να βοηθήσει στο να ποσοτικοποιήσουμε τις επιπτώσεις από μία πλημμύρα και συνεπώς να μπορούμε να ιεραρχήσουμε με κάποιο τρόπο τα διάφορα σενάρια αντιμετώπισης.

Από την άλλη, το κοινό αποδεκτό μέτρο για αυτή την ποσοτικοποίηση στην κοινωνία που ζούμε, δεν είναι άλλο από το χρήμα και το επακόλουθο κέρδος. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο ανάλυσης μπορούμε να καταλήξουμε ότι είναι προτιμότερο αφήσουμε μία ευάλωτη περιοχή όπως είναι από το να κατασκευάσουμε μία σειρά έργων, επειδή το κόστος των έργων είναι μεγαλύτερο από αυτό που θα δίναμε αν αποζημιώναμε τους πλημμυροπαθείς.

Ή να προτιμούμε να πλήττεται μία περιοχή η οποία έχει φτηνές αντικειμενικές αξίες στη γη, δεν έχει τόσες πολλές επενδύσεις, ενώ η ζωή των ανθρώπων κοστολογείται λιγότερο από άλλες περιοχές (άλλωστε μην ξεχνάμε ότι μέσω των ασφαλιστικών εταιρειών ακόμα και οι ανθρώπινες ζωές αποτιμώνται μέσω των αποζημιώσεων).

Αυτό έχει να κάνει μόνο με τη γεωμορφολογία της περιοχής;

Η γεωμορφολογία, παίζει ασφαλώς το ρόλο της. Οι πεδινές περιοχές πάντα είναι πιο ευάλωτες από τις πιο ορεινές, ενώ συνήθως αποτελούν και το τελευταίο τμήμα κάποιου ποτάμιου συστήματος το οποίο μαζεύει το νερό από κάποια λεκάνη απορροής και το διοδεύει προς τη θάλασσα. Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι οι περισσότεροι αστικοί ιστοί είναι αναπτυγμένοι στις πιο πεδινές ζώνες, οπότε και αυξάνονται τα φαινόμενα της τσιμεντοποίησης και του μπαζώματος των ρεμάτων, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι κάθε περιοχή με γεωμορφολογικά «μειονεκτήματα» είναι καταδικασμένη. Υπάρχει παράδειγμα που ολόκληρη χώρα είναι ευάλωτη γεωμορφολογικά και αναφέρομαι στην Ολλανδία, η οποία κατά πολύ μεγάλο μέρος βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας και κινδυνεύει συνεχώς.

Στην προκειμένη περίπτωση του θεσσαλικού κάμπου υπάρχει καταγεγραμμένη η μεγάλη έλλειψη των απαραίτητων τεχνικών έργων που μπορούν να συμβάλλουν στην αντιπλημμυρική προστασία. Και βέβαια αυτό δεν είναι φαινόμενο που παρατηρείται μόνο σε αυτή την περιοχή, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Μην ξεχνάμε ότι τα έργα που γίνονται με τις περίφημες Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα δε γίνονται με το αζημίωτο για τις κατασκευαστικές εταιρείες. «Δυστυχώς» στα αντιπλημμυρικά έργα δεν μπορούν να μπουν διόδια και εκεί φαίνεται εμφανώς πλέον ότι το κριτήριο της διασφάλισης του κέρδους των επιχειρήσεων και η προστασία της κοινωνίας δε συμβαδίζουν.

Ποιες άλλες περιοχές της χώρας ενδέχεται να απειληθούν από παρόμοια φαινόμενα; Είναι ανάμεσά τους και η Αττική;

Υπάρχουν τέσσερις μηχανισμοί για τη δημιουργία πλημμύρας. Ο πρώτος είναι η υπερχείλιση ενός ποταμού από την κοίτη που ρέει υπό «φυσιολογικές» συνθήκες. Ο δεύτερος είναι η πλημμύρα λόγω άμεσης βροχόπτωσης στον αστικό ιστό και η αδυναμία του αποχετευτικού συστήματος να παραλάβει όλο αυτό το φορτίο.

Ο τρίτος είναι οι πλημμύρες στην παράκτια ζώνη, όπως είναι τα τσουνάμι. Και ο τέταρτος είναι η αστοχία κάποιου τεχνικού έργου όπως είναι κάποιο φράγμα ή ανάχωμα.

Η χώρα μας κινδυνεύει ως επί το πλείστον από τους δύο πρώτους μηχανισμούς και περισσότερο από τον δεύτερο, που είναι και ο πιο δύσκολος να αντιμετωπιστεί (γρήγοροι χρόνοι απόκρισης, δαιδαλώδες δομημένο περιβάλλον, δυσχέρεια να κατασκευαστούν νέα έργα στον αστικό ιστό, κ.λπ.). Συνεπώς οι περισσότερες οικισμοί κινδυνεύουν, αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι στη χώρας μας οι πόλεις διακρίνονται από την έλλειψη ανοιχτών χώρων, από το μπάζωμα των ρεμάτων, τον εγκιβωτισμό ρεμάτων και την εισαγωγή αυτών ως τμήμα στο αποχετευτικό σύστημα, κ.λπ.

Η Αττική θα λέγαμε ότι είναι «πρωταθλήτρια» σε αυτές τις πρακτικές και αυτό έρχεται ακόμα μια φορά ως συνάρτηση με αυτό που λέμε από την αρχή: όταν η γη αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα τότε θα παρουσιάζεται και αυτή η άναρχη πολεοδομική ανάπτυξη, άρα και ο κίνδυνος της πλημμύρας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα και μεγάλα ρέματα της Αττικής, όπως είναι ο Κηφισός ή ο Ιλισός είναι σε μεγάλο βαθμό εγκιβωτισμένα ή και κλεισμένα (από πάνω περνάει δρόμος), καθώς και τα δυνητικά προβλήματα που μπορούν να δημιουργήσουν αυτές οι πρακτικές.

Η κακοκαιρία Daniel ήταν ένα τόσο σπάνιο και ακραίο φαινόμενο;

Το ύψος της βροχής, καθώς και η ένταση της βροχόπτωσης ήταν όντως μεγάλα για τα κλιματικά δεδομένα της Ελλάδας. Σε αυτή τη φάση θα αποφύγω τον πειρασμό να δώσω κάποια νούμερα μέχρι να έχουμε μία καλύτερη εικόνα του γεγονότος. Είναι όμως μία καλή ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα.

Το πρώτο στοιχείο που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι οι χρονοσειρές βροχόπτωσης που έχουμε ως μετρήσεις αφορούν μερικές δεκαετίες (η πιο παλιά που έχουμε είναι στο λόφο Νυμφών στην Αθήνα και καλύπτει περίοδο πάνω από 150 χρόνια, αλλά τέτοιες περιπτώσεις είναι η εξαίρεση) ενώ και η πυκνότητα του δικτύου των μετεωρολογικών σταθμών στο χώρο επίσης δεν ήταν μεγάλη στο παρελθόν.

Με τις τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις αφενός έχει πυκνώσει το βροχομετρικό δίκτυο, οι μετρήσεις έχουν πιο πυκνό χρονικό βήμα (μερικά λεπτά αντί για ημερήσιο βήμα) ενώ υπάρχει και η επιπρόσθετη πληροφορία των μετεωρολογικών δορυφόρων και των μετεωρολογικών ραντάρ. Αυτά τα αναφέρω για να καταλάβουμε ότι όταν η στατιστική επεξεργασία γίνεται με 50 και 100 έτη το πολύ, η εξαγωγή συμπεράσματος για τόσο μικρές πιθανότητες όπως είναι η περίοδος επαναφοράς των 1000 ετών, θα πρέπει να γίνεται με πολύ μεγάλη προσοχή και όχι να παρασυρόμαστε από τη δίψα των ΜΜΕ για είδηση.

Η ουσιαστική αντιπλημμυρική θωράκιση λοιπόν είναι κάτι το ευρύτερο από τα συμβατικά κατασκευαστικά έργα.

Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι όταν μιλάμε για βροχή (και όχι πλημμύρα) της 100ετίας δε σημαίνει ότι, όταν αυτή συμβεί, η επόμενη θα γίνει το 2123. Για να γίνει πιο κατανοητό, αν έχουμε δεδομένα 1000 ετών, η βροχή αυτή θα παρουσιαστεί περίπου 10 φορές ή ακόμα καλύτερα, αν έχουμε δεδομένα 1.000.000 ετών η βροχή αυτή θα παρουσιαστεί περίπου 10.000 φορές.

Συνεπώς οι κουβέντες που ακούστηκαν για το αν έχει χρησιμότητα να φτιάξουμε υποδομές για κάτι που θα συμβεί μετά από 400 ή 500 χρόνια δείχνουν είτε έλλειψη κατανόησης των βασικών αρχών στατιστικής είτε πρόθεση εξαπάτησης. Διότι ανάλογη βροχή μπορεί να πέσει κάλλιστα και σε ένα μήνα από τώρα.

Το τρίτο στοιχείο αφορά το αν είναι ή δεν είναι κάποιο ρεκόρ. Εδώ η απάντηση είναι ότι δεν το ξέρουμε! Όπως αναφέρθηκα και παραπάνω, μετράμε τις βροχές κάποιες δεκαετίες, ενώ μετράμε με κάποια αξιοπιστία, σε αρκετά σημεία και πιο συχνά ακόμα λιγότερα χρόνια. Κανένας δε μας εγγυάται ότι αυτό δεν έχει ξανασυμβεί. Η κουβέντα για το αν το γεγονός ήταν «μαύρος κύκνος» (απίθανο να συμβεί δηλαδή) είναι αποπροσανατολιστική.

Υπάρχουν όρια στο πόσο μπορούν να βοηθήσουν τα αντιπλημμυρικά έργα;

Θα ξεκινήσω με κάτι που δε με «συμφέρει» ως πολιτικό μηχανικό: η πλημμύρα είναι πρωτίστως πολεοδομικό ζήτημα και δευτερευόντως τεχνικό. Φανταστείτε να έχουμε τον ίδιο ακριβώς κατακλυσμό σε μία μητροπολιτική περιοχή όπως π.χ. το Λος Άντζελες πριν από 1000 έτη και τώρα. Στην πρώτη περίπτωση κανένας δε θα το καταγράψει ως πλημμύρα, στη δεύτερη θα το συζητάμε για δεκαετίες.

Η ουσιαστική αντιπλημμυρική θωράκιση λοιπόν είναι κάτι το ευρύτερο από τα συμβατικά κατασκευαστικά έργα. Καταρχάς μιλάμε για μία άλλου τύπου πόλη όπου θα κυριαρχούν οι ανοιχτοί χώροι τόσο στο επίπεδο της λεκάνης απορροής όσο και στο επίπεδο της ποτάμιας κοίτης.

Το όλο αυτό σύστημα θα πρέπει να υποστηρίζεται από ένα μείγμα κλασικών κατασκευαστικών μέτρων και ήπιων μέτρων (χωρίς δόγματα και προκαταλήψεις), ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να υπάρχει και η προσπάθεια εγκατάστασης ενός αξιόπιστου (στα μέτρα του δυνατού) συστήματος έγκαιρης πρόγνωσης και προειδοποίησης.

Επειδή βέβαια ποτέ κανείς δεν μπορεί να μας διασφαλίσει 100%, καθότι η φύση είναι απρόβλεπτη, πάντα θα πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλοι μηχανισμοί διαχείρισης της κρίσης από το επίπεδο της πρόληψης (εκπαίδευση του πληθυσμού στο τι πρέπει να κάνει), στις πρώτες ώρες (άμεσα μέτρα όπως η αποφυγή κυκλοφορίας), στις πρώτες ημέρες (διασφάλιση ότι οι πληγέντες έχουν ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης) και στο τι γίνεται μετά την καταστροφή (αποζημίωση των πληγέντων και αποκατάσταση σε όλα τα επίπεδα).

Είναι αλήθεια ότι οι πλημμύρες αποτελούν τη φυσική καταστροφή που επηρεάζει τον μεγαλύτερο πληθυσμό από κάθε άλλη στον πλανήτη; Αναμένεται να μπουν ακόμα περισσότερο στη ζωή μας;

Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα πρέπει να δούμε τι μετράμε: τον αριθμό των γεγονότων; τον αριθμό των ανθρώπων που επηρεάζονται; την οικονομική αποτίμηση των καταστροφών; τον αριθμό των νεκρών; Υπάρχουν πολλοί τρόποι εκτίμησης, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να έχουμε αξιόπιστα δεδομένα, ιδίως για παλιότερες εποχές. Το σίγουρο είναι ότι το βασικό στοιχείο πίεσης όσον αφορά τις πλημμύρες είναι η εντεινόμενη αστικοποίηση (πλέον εδώ και κάποια χρόνια ο πληθυσμός που κατοικεί στις πόλεις έχει ξεπεράσει τον πληθυσμό που κατοικεί στην ύπαιθρο), σε συνδυασμό με την εκθετική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού (φανταστείτε ότι ο πληθυσμός της γης πριν 50 χρόνια ήταν 4 δις και πριν 100 χρόνια 2 δις).

Σε καμία περίπτωση δεν ασπάζομαι τις νεομαλθουσιανές θεωρίες περί υπερπληθυσμού ή κάποιον «νεοβουκολισμό» και την επιστροφή στη φύση. Τουναντίον, είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο το γεγονός ότι έχουν εξελιχθεί τόσο οι τεχνολογικές δυνατότητες που ακόμα και σε χώρες με μικρότερη ανάπτυξη το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και η τάση να αίρονται οι αντιθέσεις μεταξύ πόλης και υπαίθρου.

Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε το πώς γίνονται όλα αυτά σε μία κοινωνία που το βασικό κριτήριο ανάπτυξης δεν είναι οι κοινωνικές ανάγκες, αλλά το κέρδος. Η ύπαιθρος ερήμωσε και εγκαταλείφθηκε, ενώ οι όποιες έγγειες βελτιώσεις που πραγματοποιούνταν εμπειρικά στο πλαίσιο μιας πιο αγροτικής οικονομίας και οι οποίες βοηθούσαν στην αντιπλημμυρική προστασία, σταμάτησαν.

Ταυτόχρονα στοιβαχτήκαμε σε πόλεις όπου η κατοικία είναι εμπόρευμα, άρα και τα ρέματα τα κάναμε δρόμους και οικόπεδα. Δημιουργήσαμε πυκνοδομημένους αστικούς ιστούς οι οποίοι είναι ανίκανοι δομικά να αντιμετωπίσουν τις πλημμύρες, καθότι διακρίνονται από την έλλειψη των ανοιχτών χώρων οι οποίοι μετριάζουν ουσιαστικά τα πλημμυρικά φαινόμενα. Κατασκευάσαμε γειτονιές με ταξικούς φραγμούς και δώσαμε βάση περισσότερο στην προστασία των πλουσιότερων ή των διάφορων επενδύσεων, πολλές φορές και εις βάρος των φτωχότερων περιοχών.

Πριν λοιπόν αρχίσουμε να βάζουμε «πράσινους» φόρους επειδή εκπνέουμε διοξείδιο του άνθρακα, καλό θα ήταν να εστιάσουμε σε απτά και πραγματικά προβλήματα. Διότι δυστυχώς η καραμέλα της κλιματικής αλλαγής (η οποία έχει διανθιστεί με ακόμα πιο δραματικούς όρους όπως κρίση ή κατάρρευση) έχει κυριαρχήσει στο δημόσιο λόγο και δυσχεραίνει την ουσιαστική κουβέντα τόσο εντός της επιστημονικής κοινότητας, όσο και συνολικά στην κοινωνία.

το ερώτημα θα πρέπει να δούμε τι μετράμε: τον αριθμό των γεγονότων; τον αριθμό των ανθρώπων που επηρεάζονται; την οικονομική αποτίμηση των καταστροφών; τον αριθμό των νεκρών; Υπάρχουν πολλοί τρόποι εκτίμησης, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να έχουμε αξιόπιστα δεδομένα, ιδίως για παλιότερες εποχές.

Το σίγουρο είναι ότι το βασικό στοιχείο πίεσης όσον αφορά τις πλημμύρες είναι η εντεινόμενη αστικοποίηση (πλέον εδώ και κάποια χρόνια ο πληθυσμός που κατοικεί στις πόλεις έχει ξεπεράσει τον πληθυσμό που κατοικεί στην ύπαιθρο), σε συνδυασμό με την εκθετική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού (φανταστείτε ότι ο πληθυσμός της γης πριν 50 χρόνια ήταν 4 δις και πριν 100 χρόνια 2 δις).Εδώ να ξεκαθαρίσω ότι σ

Τι πήγε λάθος και ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος να προλάβουμε την επανάληψη τέτοιων φαινομένων;

Νομίζω και από τις προηγούμενες απαντήσεις μπορούμε να συνεπάγουμε ότι το πρόβλημα είναι συστημικό, δεν αφορά φυσικά μόνο την Ελλάδα (άλλωστε δεν ξεχνάμε τις πρόσφατες πλημμύρες στην Ισπανία ή στη Γερμανία, καθώς και τις τρομακτικές επιπτώσεις του «Ντάνιελ» στη Λιβύη) και έχει να κάνει συνολικά με τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει πολιτική ευθύνη, καθότι υπάρχει μια συγκεκριμένη κυβέρνηση που καλείται να διαχειριστεί και το συγκεκριμένο κράτος.

Με βάση και τον ορισμό της ουσιαστικής αντιπλημμυρικής θωράκισης στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, ας δούμε τι έγινε και τι δεν έγινε. Ας μην πιάσουμε το ζήτημα ενός άλλου πολεοδομικού σχεδιασμού και των ανοιχτών χώρων γιατί είναι προφανές. Όσον αφορά τα έργα, υπάρχουν πάρα πολλές ελλείψεις σε κλασικά κατασκευαστικά έργα (δεν εξετάζουμε επίσης τις πιο ήπιες παρεμβάσεις, όπως είναι οι δεξαμενές ανάσχεσης σε διάφορες κλίμακες γιατί και εκεί η απάντηση είναι προφανής). Να σημειώσουμε εδώ ότι ο θεσσαλικός κάμπος έχει ακόμα έναν λόγο να προστατευτεί, πέρα από τους προφανείς, καθότι έχει και τη μεγαλύτερη συμβολή στον πρωτογενή τομέα της χώρας μας.

Νομίζω και από τις προηγούμενες απαντήσεις μπορούμε να συνεπάγουμε ότι το πρόβλημα είναι συστημικό, δεν αφορά φυσικά μόνο την Ελλάδα

Επίσης, όσον αφορά το κομμάτι της διαχείρισης ο κρατικός μηχανισμός στάθηκε κατώτερος των περιστάσεων για ακόμα μία φορά. Καταρχάς, όσον αφορά το κομμάτι της πρόβλεψης, υπήρχαν μετεωρολογικές προγνώσεις την προηγούμενη ημέρα, οι οποίες μάλιστα πλησίασαν και τη ραγδαιότητα του φαινομένου, και οι οποίες έπεσαν στο κενό.

Αλλά και κατά τη διάρκεια των γεγονότων, η δομική ανικανότητα φάνηκε από πολλά παραδείγματα: από τη μη εκπαίδευση του πληθυσμού σε τέτοια σενάρια (έχοντας μάλιστα και πρόσφατη στην περιοχή την περίπτωση του «Ιανού»), από τον τρόπο ενημέρωσης των κατοίκων στέλνοντας απλά ένα 112 και αποσείοντας τις ευθύνες από πάνω του, από την πλήρη απουσία κάποιας βοήθειας τις πρώτες ώρες, από τις πενιχρές αποζημιώσεις που εξήγγειλε η κυβέρνηση. Και βέβαια ακόμα είμαστε στη φάση διερεύνησης για το πως έγινε η διαχείριση των αναχωμάτων, η οποία πιθανόν να είχε ως αποτέλεσμα να σωθεί μεν η πόλη της Καρδίτσας αλλά να καταστραφούν τα χώρια του κάμπου.

Τώρα όσον αφορά τον ενδεδειγμένο τρόπο για να προλάβουμε ξανά ένα τέτοιο φαινόμενο, νομίζω ότι πέρα από το τι έγινε και τι δεν έγινε, πρέπει να απαντήσουμε στο γιατί έγινε ή δεν έγινε. Και η απάντηση εδώ, όσο κι αν δε μας αρέσει, είναι ότι η κοινωνία του κέρδους πρόσφερε ό,τι ήταν να προσφέρει στην ανθρωπότητα και το μόνο που μας δίνει πλέον είναι φτώχια, πολέμους, καταστροφές και δυστυχία. Και προεκτείνοντας το ερώτημα αυτό, ας προσπαθήσουμε να δούμε σε τι επίπεδο έχει φτάσει η τεχνολογική εξέλιξη, τι δυνατότητες υπάρχουν και τι από όλα αυτά τελικά απολαμβάνουμε.

reader.gr

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.