Το καλοκαίρι στη Λούτσα, η θάλασσα και η… ανάπτυξη

«Να χαίρεστε που έχει αποκτήσει ζωή η Αρτεμιδάρα μας και μοιάζει με νησάκι», σχολίαζε τις προάλλες στο Facebook ένα μέλος της δραστήριας διαδικτυακής ομάδας κατοίκων Σπάτων και Αρτέμιδας, με τα δεκάδες καθημερινά ποσταρίσματα. Οι κάτοικοι μέσω αυτής της πλατφόρμας σχολιάζουν τα τεκταινόμενα του δήμου τους, αναζητούν «κάποιον καλό» υδραυλικό ή ελαιοχρωματιστή, ενημερώνουν για ατυχήματα που συμβαίνουν στους δρόμους, γνωστοποιούν πολιτιστικές εκδηλώσεις, επισημαίνουν εκτάσεις που δεν έχουν καθαριστεί από τα ξερόχορτα, απευθύνουν εκκλήσεις στήριξης οικογενειών που βρίσκονται σε ανάγκη και πολλά άλλα. Δύο, ωστόσο, είναι τα θέματα που διχάζουν και ανεβάζουν την ένταση στα σχόλια: αν η σωστή ονομασία του τόπου τους είναι Λούτσα ή Αρτέμιδα και αν η απότομη ανάπτυξη που έχει δει με την πάροδο των ετών είναι ευλογία ή κατάρα.

Τα τελευταία χρόνια, η Λούτσα (διοικητική ονομασία: Αρτέμιδα) έχει εκτοξευθεί: ο κόσμος συρρέει τα καλοκαίρια και αρκετοί, πια, δεν φεύγουν τον χειμώνα, ειδικά μετά τον κορωνοϊό. Παλιά εξοχικά ανακαινίζονται, πολλά μετατρέπονται σε μόνιμες κατοικίες, άλλα προσφέρονται για βραχυχρόνια μίσθωση – το Airbnb είναι γεμάτο «φωτεινά διαμερίσματα κοντά στην παραλία» της περιοχής. Παίζει ρόλο σε αυτό βέβαια και το ότι οι απλησίαστες τιμές στα περισσότερα νησιά έχουν οδηγήσει πολλούς στην αναζήτηση πιο προσιτών λύσεων, με πρόσβαση στη θάλασσα. Κάποιοι από τους μόνιμους είναι ευχαριστημένοι από την οικονομική ανάταση που έχει φέρει η καινούργια κατάσταση. Άλλοι διαμαρτύρονται για την έλλειψη υποδομών που καθιστά τη συνύπαρξη τόσων ανθρώπων προβληματική. Μάλιστα, οι απόψεις όχι απλώς διίστανται, αλλά συχνά διαπλέκονται: «Όλοι λίγο πολύ ξέρουμε τα στραβά της Λούτσας που παλεύει να γίνει Αρτέμιδα…» παρατηρεί κάποιος.

Οι μέρες στη Λούτσα κυλούν αργά: το πρωί βουτιά στη θάλασσα και το βράδυ, που ο παραλιακός δρόμος γεμίζει παιδιά, μια στάση στο λούνα παρκ είναι επιβεβλημένη.

Καλοκαίρι στη Λούτσα!-1

Καλοκαίρι στη Λούτσα!-2

Θάλασσα, θάλασσα!
Είναι μια Τρίτη του κατακαλόκαιρου στον παραλιακό δρόμο της Αρτέμιδας, μια ακτογραμμή που εκτείνεται σε πάνω από 17 χιλιόμετρα. Αν έχεις την πλάτη γυρισμένη στα κτίρια και στην κίνηση (και τα αυτιά κλειστά), η θάλασσα μπροστά σου δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις άλλες, τις ειδυλλιακές των νησιών, που έχουν «πλημμυρίσει» τα σόσιαλ μίντια, με το βαθύ της μπλε που συναντά τον ουρανό στο βάθος του ορίζοντα. Μέσα στο νερό ξεχωρίζουν κεφαλάκια κολυμβητών, στην παραλία διάσπαρτες ομπρέλες και δέντρα. Στο σημείο χωρίς ξαπλώστρες, η άμμος μισοκαλύπτεται από ξεραμένα φύκια – κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις.

Μια παρέα ηλικιωμένων εκμεταλλεύεται την παχιά σκιά ενός δέντρου για την απαραίτητη κοινωνικοποίηση μετά πρωινής βουτίτσας. Ένας κύριος προσπαθεί να εξασφαλίσει την ίδια πολυτέλεια για το μηχανάκι του, που μόλις πάρκαρε στην πλακόστρωτη περαντζάδα. Οι άνδρες φοράνε πολύχρωμα κοντομάνικα πουκάμισα ή μπλουζάκια, οι γυναίκες σκουρόχρωμα ντεπιές μαγιό. Καμιά φορά και καπέλο. Πιο δίπλα, κοντά στο περίπτερο, μια κυρία ψήνει καλαμπόκια ακούγοντας λαϊκά από ένα ραδιοφωνάκι. Οι πεζοί κινούνται αργά, τα αυτοκίνητα βιάζονται. Ο δρόμος έχει κίνηση. Η δόμηση δεν διαφέρει και πολύ από τις περισσότερες επαρχιακές ελληνικές κωμοπόλεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από άποψη αρχιτεκτονικής ομοιομορφίας (ανύπαρκτη) και αισθητικής (υποκειμενικά είναι αυτά, αλλά ας πούμε αμφιλεγόμενη). Και όμως, η Λούτσα την πληρώνει από άποψη φήμης και μέσα στα χρόνια για κάποιους έγινε συνώνυμο της «μπας κλας» εξοχής. ➔

Καλοκαίρι στη Λούτσα!-3

Ο Ξυπόλυτος και ο Τσιτσάνης
Τη δεκαετία του ’60, σχεδόν σε όλη την περιοχή πίσω μας, που τώρα είναι γεμάτη μαγαζιά και κατοικίες, αφθονούσαν τα αμπέλια, όπως και σε όλα τα Μεσόγεια. Τα σπίτια ήταν λιγοστά και ζήτημα να ζούσαν 30-40 οικογένειες. Τα παιδιά πήγαιναν σε μονοθέσιο Δημοτικό και, μόλις έφταναν στο Γυμνάσιο, έπρεπε να πηγαίνουν σε άλλες περιοχές, στην Αγία Παρασκευή ή στα Σπάτα, μια και στην Αρτέμιδα δεν υπήρχε Γυμνάσιο. Ένα από αυτά τα παιδιά ήταν η μητέρα του Απόστολου Τρικαλιώτη, που έχει το ιχθυοπωλείο στη γωνία του παραλιακού δρόμου. Ο παππούς του ήταν από τους πρώτους κατοίκους και, όπως μας λέει, ο πρώτος ψαράς, από οικογένεια ψαράδων της Μυκόνου και της Σερίφου. Ήρθε στην Αρτέμιδα τη δεκαετία του ’50, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή που τότε δεν μπορούσαν να προσφέρουν οι μη ανεπτυγμένες Κυκλάδες.

Ψαράς ήταν και ο παππούς της Ελένης Αραπάκη, εγγονής του θρυλικού Ξυπόλυτου, που άνοιξε την ομώνυμη ταβέρνα στα σύνορα με Ραφήνα. Εκεί, πάνω στο κύμα, ο χρόνος λες και έχει σταματήσει στην εποχή που ο παππούς της, ο δωδέκατος από δώδεκα αδέρφια –όλοι ψαράδες–, πήγαινε ψαρόσουπα στον Τσιτσάνη, που ήταν φίλοι, και η πίστα άδειαζε από κόσμο για να χορέψει ο καπετάνιος, χωρίς παπούτσια, το «καπεταναίικο». Το καΐκι έβγαζε ψάρι, το τηγάνι έπιανε δουλειά, οι φίλοι ζητούσαν «ένα μπαρμπουνάκι στη φωτιά» και κάπως έτσι το σπίτι έγινε μαγαζί – «σπιτομάγαζο» όπως λέει η Ελένη. Αυτοί οι φίλοι που μαζεύονταν στη Λούτσα δεν ήταν άλλοι από τον Τσιτσάνη, τον Κωνσταντάρα, την Μπέλλου, που της εμφάνιζαν δήθεν τυχαία μια κιθάρα στο διπλανό τραπέζι, για να την παρασύρουν να τους τραγουδήσει. Μισό αιώνα μετά, ο πατέρας της και ο θείος της κρατάνε τα μυστικά του καλού ψαριού στην κουζίνα και η Ελένη με τον αδερφό της έχουν αναλάβει τα υπόλοιπα, θέλοντας να κρατήσουν όλα όσα έδωσαν στο μαγαζί τον χαρακτήρα του. Γι’ αυτό και έξω στα χαλίκια, κάτω από τα αλμυρίκια, δεν χρειάζεται να κλείσεις τα μάτια για να ταξιδέψεις στον χρόνο.

Καλοκαίρι στη Λούτσα!-5

«Ήμασταν εκτός σχεδίου»
Στον «ασπρόμαυρο» χρόνο εννοώ, τότε που η παραλία της Λούτσας ήταν γεμάτη αμμόλοφους που οι νεότεροι τους βλέπουν μόνο σε παλιές ελληνικές ταινίες. Τους θυμάται η Ειρήνη Μέγγενη, που μικρούλα ερχόταν με τους γονείς της διακοπές. «Δεν υπήρχαν δρόμοι, ήταν μόνο άμμος», λέει. «Στήναμε μια σκηνή κάτω από τα πεύκα στην παραλία και είχαμε μαζί μας ένα ψυγειάκι. Κάθε μέρα περνούσε ο παγοπώλης, μας έκοβε κολόνες πάγο και το γεμίζαμε». Η ίδια μεγάλωσε και έφυγε στη Γαλλία, όπου ζει ακόμα. Κάθε καλοκαίρι, όμως, τα τελευταία εξήντα χρόνια επιστρέφει. Αργότερα, το 1974, όταν η κ. Γιώτα ήρθε με τον άνδρα της να φτιάξουν το εξοχικό τους στα Γιούργια, μια συνοικία κοντά στα σύνορα με τα Σπάτα, το σπίτι τους ήταν το μοναδικό στη γειτονιά της, η οποία τώρα φιλοξενεί σειρές από κατοικίες και μαγαζιά στον κεντρικό της δρόμο. Οι δυο τους δούλευαν σε φούρνο στην Αθήνα, αλλά, με δύο μικρά παιδιά και καμία σκέψη για διακοπές αλλού, έψαχναν μια βολική «και νοικοκυρεμένη» λύση για να δροσίζονται. «Ήμασταν εκτός σχεδίου», παραδέχεται. «Αργότερα τα νομιμοποιήσαμε. Τα σπίτια ήταν ελάχιστα, αλλά δεν φοβόμασταν. Κρεμούσαμε μια κουρελού στην πόρτα και κοιμόμασταν».

Σταδιακά, η δόμηση άρχισε να πυκνώνει, με απόγειο τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε Αθηναίοι αλλά και κάτοικοι άλλων περιοχών της Ελλάδας άρχισαν να συρρέουν στη Λούτσα. «Τότε ήταν που είχαν άνθηση τα αυθαίρετα», αστειεύεται ο Μιχάλης Βεϊσάκης, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Κρητών Αρτέμιδας-Σπάτων. Στα κεντρικά του συλλόγου είναι μαζεμένα πέντε-έξι μέλη (από τα 600 εγγεγραμμένα) και ετοιμάζονται με τις παραδοσιακές ενδυμασίες τους: σε λίγο θα συμμετάσχουν στην περιφορά της εικόνας της Αγίας Παρασκευής σε μια παραπάνω γειτονιά. Στον κάτω όροφο, κάθε Σάββατο γίνονται μαθήματα παραδοσιακών χορών και στον τοίχο φιγουράρει μια μεγάλη φωτογραφία με Νεοζηλανδούς που πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης. Ο κύριος Βεϊσάκης ήρθε και εκείνος στις αρχές του ’90 από το Ηράκλειο και ρίζωσε στη Λούτσα. Αργότερα, στην περιφορά της εικόνας, συμμετέχει η Φιλαρμονική Σπάτων-Αρτέμιδας και δύο από τις οργανοπαίκτριες είναι κόρες του. ➔

Καλοκαίρι στη Λούτσα!-6

Κι ύστερα ήρθε η ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Το 1991, η Ευαγγελία Τρούσα ήρθε με τον σύζυγό της από το Περιστέρι και άνοιξαν το φυτώριό τους. Με καταγωγή από την Κέρκυρα, αγαπούσαν τη θάλασσα και έψαχναν ένα μέρος κοντά της. Δεν υπήρχαν τότε σούπερ μάρκετ ή σταθερά τηλέφωνα στην περιοχή, θυμάται. Χρησιμοποιούσαν καρτοτηλέφωνο και κινητά που κυκλοφόρησαν λίγο αργότερα. Περίπου την ίδια εποχή, ο πατέρας του Δημήτρη Καγιόπουλου είχε την ιδέα να μετατρέψει ένα παλιό τρόλεϊ σε καφέ πάνω στην παραλία. Το παλιό όχημα είχε μπροστά του μόνο τραπέζια και καρέκλες και σέρβιρε τους λουομένους κάτω από ομπρέλες.

Στην πορεία αγοράστηκε το απέναντι οικόπεδο, το μαγαζί επεκτάθηκε. Μαζί του μεγάλωνε και η Λούτσα, αφού στις αρχές του 2000 η Αττική Οδός και το νέο αεροδρόμιο στα Σπάτα άλλαξαν για ακόμη μία φορά τα χαρακτηριστικά της. Ο Δημήτρης Καγιόπουλος πρόλαβε να δει τη μετατροπή της περιοχής από παραθεριστικό προορισμό περιορισμένης εμβέλειας σε μια κωμόπολη πλήρους λειτουργικότητας. Εξάλλου, τα τελευταία πέντε χρόνια η θάλασσα έχει καθαρίσει πολύ, παρατηρεί, ενώ ο τουρισμός έχει αυξηθεί κατακόρυφα. «Όταν ξεκίνησαν να έρχονται οι πρώτοι ξένοι τουρίστες, έμεναν αρχικά για μία μέρα, πριν πάνε στα νησιά από τη Ραφήνα ή το αεροδρόμιο ή πριν πάρουν το αεροπλάνο της επιστροφής. Πλέον κάθονται περισσότερο, γιατί τους αρέσει αλλά και γιατί είναι φθηνά», λέει. Στη Λούτσα (ή Λουτσάντζελες, όπως την αποκαλούν κάποιοι ντόπιοι), το σετ με τις ξαπλώστρες κοστίζει δέκα ευρώ. Τα παραπάνω προσελκύουν όχι μόνο ξένους τουρίστες, αλλά κυρίως Έλληνες, που είτε νοικιάζουν εξοχικές κατοικίες ολόκληρο το καλοκαίρι είτε αναζητούν ένα από τα (πολλά) προσφερόμενα Airbnb.

Περιμένοντας τον Οκτώβρη
Η μεγάλη, όμως, διαφορά είναι τον χειμώνα. Πλέον υπάρχουν τόσοι μόνιμοι κάτοικοι, που όλα τα μαγαζιά της περιοχής, κάποτε εποχικά, παραμένουν ανοιχτά όλο τον χρόνο. «Κάποτε λέγαμε “να έρθει το καλοκαίρι να δούμε κόσμο, να κοινωνικοποιηθούμε”», λέει ο Αχιλλέας, ο υπεύθυνος του Τρόλεϊ. «Τώρα, όλο τον χρόνο είμαστε τόσο ενεργοί, οπότε με το που έρχεται ο Μάιος λέμε “πότε θα έρθει ο Οκτώβρης, να ξεκουραστούμε λίγο”». Όταν είχε πρωτοέρθει, υπήρχε ένα Δημοτικό σχολείο, που το απόγευμα λειτουργούσε ως Γυμνάσιο. Πλέον, υπάρχουν επτά. Ο ίδιος μετακόμισε από τη Νέα Ιωνία με τους γονείς του στα 13 του και δεν θα επέστρεφε με τίποτα στην πόλη. «Όση ώρα παίρνει σε έναν κάτοικο του Παγκρατίου να φτάσει, ας πούμε, στο Mall, την ίδια ώρα μού παίρνει κι εμένα», λέει. «Μόνο που εγώ μένω εκεί πάνω [σ.σ.: δείχνει έναν λόφο από την άλλη πλευρά του κόλπου] και κάθε μέρα βλέπω τη θάλασσα».

Οι κάτοικοι της Λούτσας μοιράζονται ένα χαρακτηριστικό: δεν έχουν καμία απολύτως διάθεση να φύγουν από την περιοχή τους. Την αγαπούν και απολαμβάνουν τη ζωή τους εκεί, που μοιάζει, λένε, με ζωή σε νησί – όμως είναι δίπλα στην Αθήνα. Άλλοι αναφέρονται στους χαλαρότερους ρυθμούς, άλλοι στην επαφή με το νερό. Άλλοι, όπως ο 23χρονος φοιτητής Οδοντιατρικής Βασίλης Σαμιώτης, ανήκουν στη μεγάλη κοινότητα των σέρφερ που μετακόμισαν στη Λούτσα γιατί είναι ιδανικό μέρος για wind surf, kite surf και άλλα θαλάσσια σπορ. Ο Βασίλης μεγάλωσε στην Κρήτη και στα πρώτα χρόνια των σπουδών του δοκίμασε να μείνει στου Ζωγράφου, κοντά στη σχολή, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι στη Λούτσα, με τα ίδια χρήματα, μπορεί να νοικιάζει ένα πιο άνετο σπίτι με κήπο, 150 μ. από τη θάλασσα. «Είναι η καλύτερη επιλογή που έχω κάνει», λέει. «Η θάλασσα εδώ είναι σαν παιδότοπος για πολλά αθλήματα και έχει δημιουργηθεί μια κυψέλη ανθρώπων με παρόμοια ενδιαφέροντα. Τόσο πολύ μου αρέσει, που δεν θέλω να πηγαίνω διακοπές αλλού».

Αφού ψηφίζουν αλλού…
Η αγορά έχει μεγαλώσει, η ζήτηση έχει αυξηθεί, τα μαγαζιά είναι γεμάτα. Όμως οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η έλλειψη υποδομών δυσχεραίνει την καθημερινότητά τους. Το πολεοδομικό σχέδιο μοιάζει ανύπαρκτο (καμία πρωτοτυπία εδώ), τα σπίτια έχουν ακόμα βόθρους που χρειάζονται άδειασμα κάθε 15 ημέρες, οι δρόμοι είναι φτιαγμένοι άτσαλα και γεμάτοι λακκούβες, και υπάρχουν προβλήματα με τον ηλεκτροφωτισμό. Ορισμένοι, ακόμα, διαμαρτύρονται για τον ήχο των αεροπλάνων, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες που είναι αυξημένη η κίνηση.

Και όλα αυτά ενώ, όπως λένε οι κάτοικοι, τα δημοτικά τέλη που καλούνται να πληρώσουν είναι από τα υψηλότερα όχι απλώς στην Αττική, αλλά και στην Ελλάδα. Πολλοί συμφωνούν ότι, αν όλοι όσοι έμεναν στην περιοχή μετέφεραν εκεί τα εκλογικά τους δικαιώματα, η πίεση θα ήταν μεγαλύτερη. «Ποιος θα διαμαρτυρηθεί όμως;» λέει ο μηχανικός Αλέξανδρος Φερετζάκης. «Η πλειοψηφία έχουν μετακομίσει στην περιοχή τα τελευταία χρόνια και είναι γραμμένοι σε εκλογικούς καταλόγους αλλού». Ο ίδιος ανήκει στη γενιά νεότερων απογόνων των ανθρώπων που είχαν αγοράσει εξοχικό στη Λούτσα τις προηγούμενες δεκαετίες και, επιστρέφοντας στην Ελλάδα από μια ζωή σε έντονους ρυθμούς στο Ντουμπάι, έψαχνε μια γειτονιά ήσυχη.

Καλοκαίρι στη Λούτσα!-10

«Έχει διαθέσιμα σπίτια;»
Τις προάλλες, σε ένα δημοφιλές γκρουπ στο Facebook που δείχνει τη θέα από παράθυρα χρηστών σε όλο τον κόσμο, η Σαμπίνε από τη Γερμανία ανέβασε το σπίτι της στην Αρτέμιδα. Αγάπησε την περιοχή, της αρέσει το φαγητό, το ότι είναι κοντά στη θάλασσα, κοντά στην Αθήνα αλλά και στο αεροδρόμιο, για να μπορεί να ταξιδεύει. Διατηρεί και το σπίτι της στη Γερμανία, σε μια κωμόπολη δίπλα σε δάση, λίμνες και κάστρα. «Κατά τη γνώμη μου, το καθένα από τα δύο σπίτια είναι τέλειο, με τον δικό του τρόπο», μας λέει. Στη φωτογραφία που ανέβασε φαίνεται η θέα από ψηλά: το σπίτι βλέπει πράσινο, κεραμοσκεπές σπιτιών και τη θάλασσα. Τα σχόλια κάτω από την ανάρτηση είναι αποθεωτικά.

«Πώς είναι η αγορά εκεί που βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή; Έχει πολλά διαθέσιμα σπίτια;» τη ρώτησε μια χρήστρια από την Αμερική.

«Όχι τόσο πολλά, και τα περισσότερα είναι παλιά», της απάντησε η Σαμπίνε.

«Φαντάζομαι θα κρατήσουμε το σπίτι στη Φλόριντα για λίγο ακόμη, τότε», αποκρίθηκε εκείνη.

Βραδιάζει. Η παρέα των ηλικιωμένων έχει από ώρες αποσυρθεί, σε λίγο κάποιοι από αυτούς θα πάρουν τα εγγόνια από το χέρι και θα τα πάνε στο λούνα παρκ στην παραλία. Άλλοι έβαλαν τα καλά τους και πήγαν στην περιφορά της εικόνας, άλλοι ίσως καταφύγουν σε βεράντες και αυλές. Για τους πολύ πιο νέους, τώρα αρχίζει το καλό: η περαντζάδα θα γεμίσει κοντά σορτσάκια, λιπ γκλος και αμήχανα, διερευνητικά βλέμματα προς τη διερχόμενη παρέα. Το σκοτάδι καλύπτει τις αρχιτεκτονικές παραφωνίες, καλύπτει και τη θάλασσα. Όλα όσα βρίσκονται στη στεριά μπορούν να αλλάξουν. Εκείνη, όμως, θα παραμείνει.

φωτό: ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΕΡΑΚΟΣ

kathimerini.gr

Δείτε τις ειδήσεις από την Ανατολική Αττική και όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο στο irafina.gr.
Κάντε like στη σελίδα του irafina.gr στο Facebook
Ακολούθηστε το irafina.gr στο Twitter

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

© 2022 - iRafina. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.